Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λάκυθος

См. также в других словарях:

  • λάκυθος — λάκυθος, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. λήκυθος …   Dictionary of Greek

  • κομπολακύθης — και κομπολάκυθος, ὁ (Α) (κωμ. λ. στον Αριστοφ.) μεγάλος κομπαστής, κομπορρήμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + λάκυθος, ἡ «καλλωπισμός τού λόγου»] …   Dictionary of Greek

  • λήκυθος — Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»