-
1 λάκκον
λάκκοςpond: masc acc sg -
2 λάκκος
λάκκος, ὁ, Vertiefung, Loch, Grube, Her. 4, 195. 7, 119, wo es Teiche zum Halten von Wasservögeln sind, vivaria; nach B. A. 276 u. Phot. lex. bes. eine Grube zum Auffangen des Regenwassers, Cisterne, od. zur Aufbewahrung anderer Dinge, z. B. von Oel und Wein, ἐν τοῖς καπηλείοισι λάκκους ἐμποιεῖν ὕδατος Ar. Eccl. 154, wo der gehol. zu vgl.; οἶνος ὃν ἐν λάκκοις κονιατοῖς εἶχον Xen. An. 4, 2, 22; eine Art Keller, Macho Ath. XIII, 580 a; neben φρέαρ, Alexis bei Ath. IV, 170 c; τὸν λάκκον συντρίψας, Dem. 29, 3; Aesch. 1, 84 u. Sp. Vgl. lacus, lacuna.
-
3 σκάβω
-
4 γοῖδα
γοῖδα (i.e. ϝοῖδα) · οἶδα, Hsch. (prob.l.). [full] γοίδημι· ἐπίσταμαι, Id. [full] γοιδοῦλος· λαλιός, οἱ δὲ γοδοῦλος, Id. [full] γοιδύες· ῥυτῆρες, Id. [full] γοίνακες· βλαστοί, Id. [full] γοινά<ρ>υτις ([etym.] ϝοῖνος, ἀρύτω) · οἰνοχόη, Id. [full] γοινέες· κόρακες, Id. [full] γοῖνος· οἶνος, Id. [full] γοῖσος· μέλαν, πλατύ, Id., cf. EM238.45: [full] γοισοῦται· πλατύνεται κτλ., EM237.51. [full] γοῖτα· οἶς (leg. ὗς), Hsch.; cf. γοῖ. [full] γοιταί· κριθαί, γράστις, Id. [full] γοῖτος· ῥύπος, πάθος, Id., cf. EM51.17. [full] Γοιτόσυρος, -
5 λατομέω
A quarry,γῆν Posidon.57
J.;πέτραν IG42(1).122.25
(Epid.), cf. D.S. 5.39;λίθους PCair.Zen.499.38
(iii B.C.), Antig.Mir. 161: abs., PCair.Zen.296.34 (iii B.C.), Agatharch.25, J.AJ8.2.9:—[voice] Pass.,λελατόμηται PPetr.2p.12
(iii B.C.);τὰ -ούμενα θραύματα D.S.3.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λατομέω
-
6 καθίημι
καθίημι 1 aor. καθῆκα (Hom.+; LXX; TestZeb 6:2; Tat. 19, 1 γένειον … καθειμένον wear a ‘long beard’) let down τινά someone διὰ κεράμων εἰς (cp. Jos., Ant. 2, 31; 35 κ. εἰς τὸν λάκκον) Lk 5:19. διὰ τοῦ τείχους Ac 9:25 (Polyaenus 6, 49 αὐτοὺς ἀπὸ τῶν τειχῶν καθῆκαν; 8, 21). Pass. ἐπὶ τ. γῆς 10:11; ἐκ τοῦ οὐρανοῦ 11:5.—DELG s.v. ἵημι. M-M.
См. также в других словарях:
λάκκον — λάκκος pond masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στη δυτική Μάνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ … Dictionary of Greek
гробъ — ГРОБ|Ъ (562), А с. 1. Ров: и гробъ ископавъ, въньже въпаде (λάκκον) ГА XIII–XIV, 204в; <П>толомѣи бо, събравъ хѹдожникы, ˫ако да сдѣлають кѹмиръ Артемидінѹ, по дѣлѹ же, гробъ велии ископавъ и лесть скрывъ, повелѣ хѹдожникомъ в немь вечерѩти … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
MORTARIOLUM Maxillae — Hebr. mactes, Iudic. c. 15. v. 15. et seqq. ubi de maxilla asini recenti, quâ arreptâ mille viros ex Philistaeis occidit Samson, et ex qua potum ei, siti confecto, praebuit Deus: Quapropter fidit Deus mortariolum (in Hebr. est vox praefata) quod… … Hofmann J. Lexicon universale
λατομώ — (AM λατομῶ, έω) [λατόμος] εξορύσσω λίθους ή μάρμαρα, εργάζομαι σε λατομείο μσν. σκαλίζω παραστάσεις σε σκληρή επιφάνεια, λαξεύω αρχ. φρ. «λατομώ λάκκον» σκάβω βραχώδες μέρος για να εξορύξω πέτρες ή μάρμαρα … Dictionary of Greek