Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ληθεδανός

См. также в других словарях:

  • ληθεδανός — ληθεδανός, ή, όν (Α) αυτός που επιφέρει λήθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληθεδών (πρβλ. τυφεδανός < τυφεδών] …   Dictionary of Greek

  • ληθεδανός — causing forgetfulness masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληθεδανόν — ληθεδανός causing forgetfulness masc acc sg ληθεδανός causing forgetfulness neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωτιδανός — ο (Α νωτιδανός) γένος σελαχίων στο οποίο ανήκουν είδη μεγαλόσωμων ψαριών με οξύ νωτιαίο πτερύγιο και με επίμηκες και χοντρό κεφάλι που απολήγει σε οξύ ρύγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + κατάλ. (ι)δανός (πρβλ. ουτιδανός, ληθεδανός)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»