-
21 οὗτος
οὗτος (οὗτος, τούτῳ, τοῦτον, τούτων, τούτοις; ταύτας, ταύτᾳ, ταύταν, ταύταις; τοῦτ(ο) nom., acc., ταῦτα, τούτων, ταῦτ(α).)1a this, that I have just mentioned.ἔχει δ' ἀπάλαμον βίον τοῦτον ἐμπεδόμοχθον O. 1.59
ἀλλ' ἐμοὶ μὲν οὗτος ἄεθλος ὑποκείσεται O. 1.84
ἔχων τοῦτο κᾶδος O. 1.107
ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός i. e. the character I have just outlined fits him O. 6.8κεῖναι γὰρ ἐξ ἀλλᾶν ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται O. 6.26
ᾤχετ' ἰὼν ταύτας πεῤ ἀτλάτου πάθας O. 6.38
τὸ καὶ κατεφάμιξεν καλεῖσθαί μιν χρόνῳ σύμπαντι μάτηρ τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον O. 6.57
ἀπό μοι λόγον τοῦτον, στόμα, ῥῖψον i. e. what I have just said O. 9.36ταύτᾳ δ' ἐν πρωτογόνῳ τελετᾷ O. 10.51
ἀφθόνητος δ' αἶνος Ὀλυμπιονίκαις οὗτος ἄγκειται O. 11.8
ὃς τοῦτ' ἐφέπεις ὄρος P. 1.30
ὁ δὲ λόγος ταύταις ἐπὶ συντυχίαις δόξαν φέρει P. 1.36
ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος P. 3.24
ἐν τούτῳ λόγῳ P. 4.59
παισὶ τούτοις ὄγδοον θάλλει μέρος Ἀρκεσίλας ( τούτοι(ο) coni. Christ: τεοῖς Wil.: these, your children the adj. has no specific prior reference) P. 4.65 “ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε” P. 4.116 “ τοῦτον ἄεθλον ἑκὼν τέλεσον” P. 4.165σύνθεσιν ταύταν ἐπαινήσαντες P. 4.168
μάλιστα μὲν Κρονίδαν σέβεσθαι· ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον P. 6.26
ἔγεντο καὶ πρότερον Ἀντίλοχος βιατὰς νόημα τοῦτο φέρων P. 6.29
ἀλλ' ἐπεὶ ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο P. 12.18
ταύταν μεθέπων Διόθεν αἶσαν N. 6.13
κράτησεν ἀπὸ ταύτας αἷμα πάτρας Καλλίας (i. e. the Bassidai, v. 31) N. 6.35 Μολοσσίᾳ δ' ἐμβασίλευεν ὀλίγον χρόνον· ἀτὰρ γένος αἰεὶ φέρειτοῦτό οἱ γέρας N. 7.40
οὐκ ἔχω εἰπεῖν τίνι τοῦτο Μοῖρα τέλος ἔμπεδον ὤρεξε (i. e. εὐδαιμονίαν ἅπασαν) N. 7.57ποτίφορος δ' ἀγαθοῖσι μισθὸς οὗτος N. 7.63
δέδορκεν παιδὶ τοῦθ' Ἁγησιδάμου φέγγος ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ (i. e. κλέος) N. 9.42Ζεῦ πάτερ, εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν N. 9.54
καὶ γυναιξὶν καλλικόμοισιν ἀριστεύει πάλαι (sc. Ἄργος). Ζεὺς ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν τοῦτον κατέφανε λόγον (Er. Schmid e Σ: τὸν codd.) N. 10.11 ( Διόσκουροι)πότμον ἀμπιπλάντες ὁμοῖον· ἐπεὶ τοῦτον εἵλετ' αἰῶνα Πολυδεύκης N. 10.58
πάντ' ἔχεις εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτο καλῶν (i. e. εὐτυχία καὶ εὐλογία v. 13) I. 5.15Λάμπων δὲ μελέταν ἔργοις ὀπάζων Ἡσιόδου μάλα τιμᾷ τοῦτ' ἔπος I. 6.67
ὅστις ἐν ταύτᾳ νεφέλᾳ χάλαζαν αἵματος πρὸ φίλας πάτρας ἀμύνεται (i. e. a reference to the battle implied in χάλκασπις Ἄρης v. 25) I. 7.27 εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν ( ἀτλάτα κακότας coni. Boeckh) fr. 42. 6. τοῦτον ἔσχετε τεθμόν (i. e. πιθεῖν σοφούς v. 52) Πα... ἐμοὶ δὲ τοῦτο[ν δ]ιέδωκ.ν ἀθάνατον πόνον Πα. 7B. 21. pro subs.,τούτων ἔδοξεν γυμνὸς αὐτῷ κᾶπος ὑπακούεμεν O. 3.24
τοῦτό γε οἱ σαφέως μαρτυρήσω O. 6.20
ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος τοῦτο πράσσων μὴ κάμοι O. 8.29
Δὶ τοῦτ' Ἐνυαλίῳ τ ἐκδώσομεν πράσσειν O. 13.106
ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν P. 1.40
κέρδει δὲ τί μάλα τοῦτο κερδαλέον τελέθει; P. 2.78ἀλλ' οὐδὲ ταῦτα νόον ἰαίνει φθονερῶν P. 2.89
“ κοὔ με πονεῖ τεὸν οἶκον ταῦτα πορσύνοντ' ἄγαν” P. 4.151 “ ταῦτά μοι θαυμαστὸς ὄνειρος ἰὼν φωνεῖ” P. 4.163 τὶν δὲ τούτων ἐξυφαίνονται χάριτες (n.) P. 4.275ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς αἰδοιότατον γέρας τεᾷ τοῦτο μειγνύμενον φρενί P. 5.19
“ καὶ γάρ σε ἔτραπε μείλιχος ὀργὰ παρφάμεν τοῦτον λόγον” P. 9.43 “ ταύτᾳ πόσις ἵκεο βᾶσσαν τάνδε” P. 9.51 ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν (i. e. the victory, v. 9) P. 10.11εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε, Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα N. 6.28
καὶ ταῦτα μὲν παλαιότεροι ὁδὸν ἀμαξιτὸν εὗρον (Pauw: ταύταν codd.) N. 6.53 “ ἔστι σοι τούτων λάχος” N. 10.85ταῦτα, Νικάσιππ, ἀπόνειμον I. 2.47
ταῦτ' ἄρα οἱ φαμένῳ I. 6.49
ταῦτα καὶ μακάρων ἐμέμναντ' ἀγοραί I. 8.26
ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν Pae. 6.51
πρέπει δ' ἐσλοῖσιν ὑμνεῖσθαι καλλίσταις ἀοιδαῖς. τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει μόνον fr. 121. 3. τί ἔρδων φίλος σοί τε εἴην, τοῦτ' αἴτημί σε fr. 155. 3.b such as this (that I have mentioned)ἧν Τάνταλος οὗτος O. 1.55
καὶ Νεμέᾳ γὰρ ὁμῶς ἐρέω ταύταν χάριν O. 8.57
εὔχομαί νιν Ὀλυμπίᾳ τοῦτο δόμεν γέρας ἔπι Βάττου γένει P. 5.124
πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ταύταν θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα N. 9.29
cf. “ οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι” i. e. such as you have seen O. 4.242 prospective, (cf. ὅδε 2.)στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο θεόδματον χρέος, φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν καὶ βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε θέσιν συμμεῖξαι O. 3.7
εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς, ὃς ἂν ἕλῃ P. 10.22
ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω P. 12.31
λεγόμενον δὲ τοῦτο προτέρων ἔπος ἔχω N. 3.52
pro subs.,τοῦτο δ' ἀμάχανον εὑρεῖν· ὅτι νῦν O. 7.25
Ἰξίονα φαντὶ ταῦτα βροτοῖς λέγειν P. 2.21
φαντὶ δ' ἔμμεν τοῦτ ἀνιαρότατον καλὰ γινώσκοντ ἀνάγκᾳ ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.288
“καὶ ἔν τε θεοῖς τοῦτο κἀνθρώποις ὁμῶς αἰδέοντ' ἀμφανδὸν ἁδείαις τυχεῖν τὸ πρῶτον εὐνᾶς” P. 9.40τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι I. 4.40
τοῦτό γέ οἱ ἐρέω fr. 42. 2.εἰ χρεὼν τοῦθ' κοινὸν εὔξασθαι ἔπος P. 3.2
3 = ὅδε, this (here, before you)ἐς ταύταν ἑορτὰν O. 3.34
παντᾷ ἀγγελίαν πέμψω ταύταν i. e. this hymn O. 9.25 τοῦτο δὲ προσφέρων ἄεθλον (τὸν ὕμνον Σ.) O. 9.108ἄγγελος ἔβαν, πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο N. 6.58
ὦ Θρασύβουλ, ἐρατᾶν ὄχημ' ἀοιδᾶν τοῦτό τοι πέμπω μεταδόρπιον fr. 124. 2. “τοῦτ' ἔργον βασιλεύς, ἐμοὶ τελέσαις” P. 4.229 “ οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι” (i. e. τοιοῦτος) O. 4.24 “ οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων” P. 4.874 referring to time. εἴη σέ τε τοῦτον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν, ἐμέ τε τοσσάδε νικαφόροις ὁμιλεῖν (τοῦτον, ὃν ζῶμεν Σ.) O. 1.1155 fragg. ]σα τουτο[ Πα. 13. d. 2. ]ν τοῦτο βαλλεμ[ Πα. 17. a. 7.τοτ ἐναυ[ Pae. 21.5
ἀλκὰν Ἀχελωίου κρανίον τοῦτο ζάθε[ον Pae. 21.10
τουτ.νπο[ Pae. 21.22
]ν ὀρθαί τε β[ουλ]αὶ τοῦτον[ Θρ. 4. 16. -
22 ὑπακούω
1 be subject to c. dat.ἔδοξεν αὐτῷ κᾶπος ὀξείαις ὑπακουέμεν αὐγαῖς ἀελίου O. 3.24
-
23 γυμνός
A naked, unclad,γ. περ ἐών Od.6.136
, etc.;τὰ γ. Thphr.Char.4.4
: [comp] Comp.,Ἴρου γυμνότερος Procop.Gaz.Ep. 122
; γυμνὸν στάδιον, opp. ὁπλιτοδρόμος, Pi.P.11.49.2 unarmed,οὐδ' ὑπέμεινε Πάτροκλον, γυμνόν περ ἐόντ' ἐν δηϊοτῆτι Il.16.815
, etc.;γυμνὰ τὰ νῶτα παρέχειν Plu.Fab.11
; parts not covered by armour, exposed parts,Th.
3.23, X.HG4.4.12; esp. right side (the left being covered by the shields), Th.5.10.71.3 of things bare, γ. τόξον an uncoveredbow,i.e. taken out of the case, Od.11.607;γ.ὀϊστός 21.417
;γ. μάχαιραι Theoc.22.146
;ξίφος A.R.1.1254
;γ. τῇ κεφαλῇ Pl.Phdr. 243b
.4 c.gen., stripped of a thing,κολεοῦ γ. φάσγανον Pi. N.1.52
, cf. X.Ages.2.14;κᾶπος [δένδρων] γ. Pi.O.3.24
;γ. ὀστράκων A.Fr. 337
;γ. προπομπῶν Id.Pers. 1036
(lyr.); (but alsoγ. τῶν ἀριστείων ἄτερ S.Aj. 464
): in Prose,γ. ὅπλων Hdt.2.141
(v.l.);ἡ ψυχὴ γ. τοῦ σώματος Pl.Cra. 403b
, cf. R. 577b, Grg. 523d: [comp] Comp.ἀνδριάντων -ότερος D.Chr.34.3
.5 lightly clad, i.e. in the undergarment only, Hes.Op. 391, Ar.Nu. 498, Pl.R. 474a, Luc.Herm.23;μικροῦ γ. ἐν τῷ χιτωνίσκῳ D.21.216
; of horses, without harness, Arr. Cyn.24.3.6 of facts, naked, bald,γυμνῶν τῶν πραγμάτων θεωρουμένων D.S.1.76
;γ. τὸ ἔργον διηγήσασθαι Luc.Tox.42
; ;γ. χρῆσθαι τῇ μιμήσει Demetr.Eloc. 112
. Adv. - ῶς baldly, Sch.A.Pers. 740.9 beardless, A.R.2.707.10 scalped, Archil.161.11 γυμνή· ἄνηβος, Hsch.12 prov. of impossibilities,γυμνῷ φυλακὴν ἐπιτάττεις Pherecr.144
, Philem.12. (Akin to Skt. nagnás, Lat. nādus, etc.; cf. λυγνός.) -
24 κάπυς
-
25 καυχός
-
26 πρόσειμι
A sum), to be added to, τινι Hdt.2.99, 7.173, etc.;ἐὰν.. θερμότης τῷ δίψει προσῇ Pl.R. 437e
; to be attached to, belong to, IG12.290; ; δέος αἰσχύνη θ' ὁμοῦ, δύσνοια ἢ λύπη π. τινί, ib. 1079, El. 654; οὐχ ἅπαντα τῷ γήρᾳ κακὰ π. E.Ph. 529, cf. lsoc.12.115; δυσβουλία τῇ πόλει π. Ar.Nu. 588;τῇ βίᾳ π. ἔχθραι καὶ κίνδυνοι X.Mem.1.2.10
; καὶ τὰ προσόντα καὶ τὰ μὴ περὶ ἑκάστου λέγοντες proclaiming each man's virtues, whether he had them or not, Pl.Mx. 234c; τὰ προσόνθ' ἑαυτῷ one's own attributes, D.18.276, cf. Prooem.46: c. inf.,πρόσεστι γυναιξὶ.. τίκτειν Pl.Tht. 150a
.2 abs., to be present, at hand as well,τὰ δ' αὖτε χέρσῳ.. προσῆν πλέον στύγος A.Ag. 558
;ὡς ἂ ἀγνοία προσῇ S.Ph. 129
; γνώμη γὰρ εἴ τις κἀπ' ἐμοῦ.. π. Id.Ant. 720; τοῦ λόγου δ' οὐ χρὴ φθόνον π. Id.Tr. 251;τύχη μόνον προσείη Ar.Av. 1315
(lyr.);π. ἡ ὕβρις καὶ ἔθ' ἡ.. αἰσχύνη D.1.27
; οὐδ' ὁτιοῦν ἄλλο προσῆν there was nothing else in the world, Id.21.176; ταῦτα προσέσται this too will be ours, X.HG3.1.28; τὰς τρισχιλίας καὶ τὸ προσόν and the surplus, D.36.15.3 to be adjacent, εἰ πὸς τᾷ οἰκίᾳ μὴ πόεστι (i.e. πόσεστι = πρόσεστι) (Tegea, iv B.C.);τῆς προσούσης αὐλῆς PStrassb.87.12
(ii B.C.).------------------------------------A ibo), inf. - ιέναι, used in [dialect] Att. as [tense] fut. of προσέρχομαι, and προσῄειν as [tense] impf.:— go to or towards, approach, abs. in Hom. and Hes. in dat. and acc. of part.,χάρη δ' ἄρα οἱ προσιόντι Il.5.682
;ὡς εἶδον ζωὸν.. προσιόντα 7.308
; (lyr.);σχολαίτερον προσιόντας Th.4.47
codd.; approach a person, Id.1.130, cf. And.1.122; of an enemy,βραδέως προσῇσαν X.An.1.8.11
, etc.; of an adversary at law, (ii A.D.), cf. POxy.1101.15 (iv A.D.): c. dat. pers., approach one, Hdt.1.62, etc.; apply to a person for help, PStrassb.57.6 (ii A.D.), etc.; π. Σωκράτει visit him as teacher, X.Mem.1.2.47; π. γυναικί go in to a woman, Id.Smp.4.38 (so abs., Ocell.4.1): c. acc. loci, δῶμα, δόμους, A.Eu. 242, E.Cyc. 40: with Preps. governing acc.,εἰς.. S.El. 437
, X.HG7.5.15, etc.; πρὸς τὰς πύλας, πρὸς τὴν Λάχεσιν, Hdt.8.52, Pl.R. 620d, etc.2 in hostile sense, attack, (cf. Sch.Od.1.406, Apollon.Lex. s.v. εἶναι), cf. X.Cyr.2.4.12;τῇ πόλει Id.An.7.6.24
(dub.);πρὸς τοὺς βαρβάρους Hdt.9.100
;ἐπὶ τὸ στράτευμα X.Cyr.7.1.24
.4 come forward to speak,π. τῷ δήμῳ X.Mem.3.7.1
; π. τῇ βουλῇ, τοῖς ἐφόροις, come before.., D.19.17, Plb.4.34.5;π. πρὸς βουλὴν ἢ δῆμον X.Ath.3.3
;πρὸς τὰς ἀρχάς Th.1.90
;πρὸς τὰ κοινά Aeschin.1.165
;πρὸς τὴν πολιτείαν π. Id.3.217
(butπ. πολιτείᾳ Plu.2.1033f
): abs., come forward to speak, περὶ τῶν γεγενημένων And 1.111.5 of things, to be added,σάρκες ἐκ τῆς τροφῆς π. ταῖς σαρξί Arist.GA 723a11
, cf. GC 322a26, al.;τῷ δ' ἐναντίῳ κύτει ἐλπὶς προσῄει χειρὸς οὐ πληρουμένῳ A.Ag. 817
.II of Time, come on, be at hand, ἐπεὰν προσίῃ (v.l. προσῇ)ἡ ὥρη κυΐσκεσθαι τὰς ἵππους Hdt.4.30
, cf. 2.41;ἑσπέρα προσήει X.Cyr.3.2.25
; προσιόντος τοῦ θερμοῦ on the approach of heat, Pl.Phd. 103d; π. [τῶν ἀνέμων] X.Mem.4.3.14.III come in, of revenue, φόροι, ἑπτακόσια τάλαντα π., Hdt.3.89,91, cf. Th.2.13, X.Vect.4.1;τῶν τε ὄντων χρημάτων καὶ τῶν προσιόντων τοῖς θεοῖς IG12.91.26
;τὸν φόρον ἡμῖν ἀπὸ τῶν πόλεων.. προσιόντα Ar.V. 657
; τὰ προσιόντα χρήματα the public revenue, Id.Ec. 712, Lys.30.19; τὰ προσιόντα alone, Ar.V. 664;τὰ π. τῇ πόλει Lys. 21.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσειμι
-
27 καπνός
Grammatical information: m.Meaning: `smoke, steam' (Il.).Dialectal forms: Myc. ka-pi-ni-ja.Compounds: Compp., e. g. καπνο-δόκη ` flue (of a chimney' (IA.), δύσ-καπνος ` with an unpleasant smoke' (A., Thphr.).Derivatives: Subst. 1. κάπνη (Com.), short form of καπνοδόκη; also = καπνιαῖος λίθος ( PHolm.; s. below); 2. καπνία for κάπνη (Moer. 292, Gloss.; cf. Scheller Oxytonierung 56); 3. καπνίας m. name a) of a wine, that got a special taste from smoke (Com.), b) a kind of jasper, = καπνίτης, from the colour (Dsc., Plin.), c) of the poet Ekphantides (Ar. V. 151; ` διὰ τὸ μηδεν λαμπρὸν γράφειν' H.). 4. καπνίτης m. name of a stone, from the colour (Alex. Trall.; Redard Les noms grecs en - της 55), καπνῖτις f. plant name, `fumitory, Fumaria officinalis', from the smoke-coloured leaves (Ps.-Dsc.), also called κάπνιος and καπνός (Strömberg Pflanzennamen 27, Redard 72). - Adject. 5. κάπνε(ι)ος (sc. ἄμπελος) f. `vine with smoke-coloured grapes' (Arist., Thphr., pap.); 6. καπνώδης `smokey, smoke-coloured' (Arist., Thphr., Plb.); 7. καπνηλός ` smoke-like' (Nic. Th. 54); 8. καπνιαῖος λίθος ` smoke-coloured quarz' ( PHolm.). - Denomin. verbs. 1. καπνίζω, aor. καπνίσ(σ)αι, also with prefix, ἀπο-, περι-, ὑπο-, `smoke, make smoke, be smoke-coloured' (Il.) with κάπνισις `exposure to smoke' (Arist.), κάπνισμα ` incense' (AP), καπνιστήριον `steam-bath?' (Priene); 2. καπνόομαι `vanish into smoke' (Pi., E.); 3. καπνιάω `smoke a bee-hive' (A. R. 2, 131), after θυμιάω; 4. καπνείω `let vanish into smoke, burn' (Nic. Th. 36). - Beside καπνός there is an aorist ἀπὸ ( δε ψυχην) ἐκάπυσσεν `breathe forth' (Χ 467; κάπυσσεν Q. S. 6, 523), with the present καπύσσων ἐκπνέων H.; the supposed basis seems preserved in κάπυς πνεῦμα H. (also κάπος ψυχή, πνεῦμα). Uncertain is the gloss, given in the wrong place, καπυκτά πνέοντα H.; connected with καπύσσων?, cf ἀλύω (s.v.) with ἀλύσσω s. The stem with υ- also in καπυρός `dry etc.', s. v.; uncertain is κέκηφε τέθνηκε H., κεκαφηότα (Hom.), s. v.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: An original *κϜαπ-νός (see Schwyzer 302; and s. below), but note that Myc. does not have a w, agrees with Lith. kvãpas `breath, smell'; beside it with ē-vowel kvėpiù,kvẽpti `gasp, breathe', Latv. kvêpstu, kvêpt `smoke, smell'; καπνός a. cogn. then seem to go back on IE. ku̯ep-. An old question is whether Lat. vapor `vapour, smoke' with v- for expected qu- is cognate. On the other hand Russ. kópotь `fine soot, dust' etc. presents a u̯-less form, which cannot be explained from Slavic. Finally Germ., e. g. Goth. af- ƕapjan `suffocate, extinguish', af- ƕapnan `extinguish' show a root-final p for f (b). "Man hat somit in den verschiedenen Sprachen mit zahlreichen, nicht unerwarteten Entgleisungen zu rechnen. (Frisk)" - More forms in Pok. 596f.; cf. W.-Hofmann s. vapor, Fraenkel Lit. et. Wb. s. kvẽpti, Vasmer Russ. et. Wb. s. kópotь. S. also Bq. - Schrijver (Laryng. in Latin, 260f.) assumed a laryngeal for Latvian, and posited * kuh₂ep-, a rare type that is perhaps impossible; also it is uncertain that this gave *κϜαπ-. IE origin, then, is improbable. * kap- is unprobelematic for Pre-Greek; an u-stem ( κάπυς) is frequent in Pre-Greek (s. Heubeck, Praegraeca 31-39), as is a suffix n- after consonant (Beekes, Pre-Greek, Suffixes). The Baltic (and Slavic) forms, and Lat. vapor are unclear, and may come form a substr. language. (I do not assume * kʷap-, as this would give *κ(ϝ)οπ-, cf. ἄλοξ, καλαῦροψ.)Page in Frisk: 1,781-782Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καπνός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κᾶπος — masc nom sg κῆπος nisnas monkey masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπος — breath masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπος — (I) κάπος και κάπυς και κάφος, ὁ (Α) πνοή, αναπνοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καπ (πρβλ. καπ νός)]. (II) κᾱπος, ὁ (Α) δωρ. τ. τού κήπος. (III) ο 1. ο επικεφαλής, ο αρχηγός 2. (επί αγγλοκρατίας στα Επτάνησα) καθένας από τους επιστάτες τής τάξης οι οποίοι… … Dictionary of Greek
κάπος — ο (λ. ιταλ.), αρχηγός: Κάνει τον κάπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάπω — κάπος breath masc nom/voc/acc dual κάπος breath masc gen sg (doric aeolic) κά̱πω , κᾶπος masc nom/voc/acc dual κά̱πω , κᾶπος masc gen sg (doric aeolic) κά̱πω , κῆπος nisnas monkey masc nom/voc/acc dual (doric) κά̱πω , κῆπος nisnas monkey masc gen … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάποις — κάπος breath masc dat pl κά̱ποις , κᾶπος masc dat pl κά̱ποις , κῆπος nisnas monkey masc dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπου — κάπος breath masc gen sg κά̱που , κᾶπος masc gen sg κά̱που , κῆπος nisnas monkey masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπους — κάπος breath masc acc pl κά̱πους , κᾶπος masc acc pl κά̱πους , κῆπος nisnas monkey masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπων — κάπος breath masc gen pl κάπων capon masc nom/voc sg κά̱πων , κᾶπος masc gen pl κά̱πων , κῆπος nisnas monkey masc gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπῳ — κάπος breath masc dat sg κά̱πῳ , κᾶπος masc dat sg κά̱πῳ , κῆπος nisnas monkey masc dat sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾶποι — κᾶπος masc nom/voc pl κῆπος nisnas monkey masc nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)