Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

καπνιστήριον

См. также в других словарях:

  • καπνιστήριον — vapour bath neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπνιστηρίοις — καπνιστήριον vapour bath neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπνιστήρια — καπνιστήριον vapour bath neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπνιστήριο — το (AM καπνιστήριον) [καπνίζω] νεοελλ. χώρος προορισμένος για κάπνισμα μσν. το θυμιατήρι αρχ. πιθ. ατμόλουτρο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»