-
1 κάπος
κάπος, ὁ, -
2 καυχός
-
3 πορεύω
A (lyr.), etc.: [tense] aor. ἐπόρευσα, poet.πόρευσα Pi.P.11.21
:—[voice] Pass. and [voice] Med., [tense] fut.πορεύσομαι S.OT 676
, Pl.Smp. 190d;πορευθήσομαι IG22.141.2
, LXX 3 Ki.14.2: [tense] aor. ἐπορευσάμην (only compds. ἐν-, προ-, Pl. Ep. 313d, Plb.2.27.2);ἐπορεύθην Pi.Fr.75.8
, Hdt.8.107, Th.1.26, E. Hec. 1099 (lyr.), etc.: [tense] pf.πεπόρευμαι Pl.Plt. 266d
, D.53.6:([etym.] πόρος):I [voice] Act., make to go, carry, convey, by land or water, τινα Arion 1.13, Pi. O.1.77, P.11.21, etc.; (lyr.);ὡς τάχιστά μοι μολὼν ἄνακτα.. τις πορευσάτω Id.OC 1476
; (lyr.);ποντιὰς αὔρα,.. ποῖ με πορεύσεις; Id.Hec. 447
(lyr.);βᾶσά νιν δεῦρο πόρευσον Id.Med. 181
(lyr.);στρατιὰν πεζῇ π. ὡς Βρασίδαν Th.4.132
, etc.: c. dupl.acc., carry or ferry over, [Νέσσος] ποταμὸν.. Βροτοὺς μισθοῦ 'πόρευε S.Tr. 560
;γυναῖκ' ἀρίσταν λίμναν.. πορεύσας ἐλάτᾳ E.Alc. 443
(lyr.).2 of things, bring, carry,ἐπιστολὰς πατρί S.OC 1602
; furnish, bestow, ; set in motion,κίνησις.. βραδυτῆτάς τε καὶ τάχη.. π. Pl.Lg. 893d
.3 abs., conduct a search, S.Ichn.324 (lyr., s.v.l.).II [voice] Pass. and [voice] Med., to be driven or carried,μέγας βοῦς ὑπὸ σμικρᾶς μάστιγος εἰς ὁδὸν π. Id.Aj. 1254
;πρὸς βίαν π. Id.OC 845
.2 go, walk, march, Hdt.8.22, Thphr.Char.2.1, etc.;ἐφ' ἑνὸς σκέλους Pl.Smp. 190d
;σύνδρομά τινι Id.Plt. 266d
;ταχέως X.An. 2.2.12
;τοῖν ποδοῖν Id.Cyr.4.3.13
; go by land, opp. going by sea, Id.An.5.3.1; also cross, pass over, διαφυλάσσειν τὰς σχεδίας, πορευθῆναι βασιλέϊ for the king's crossing, Hdt.8.107;π. δι' Εὐρίπου Th.7.29
: freq. with Preps., π. ἐκ δόμων, ἔξω δωμάτων, S.Tr. 392, E.Hipp. 1156; ;εἰς ἐκκλησίαν Thphr.Char.4.1
;ἐξ.. ἐς.. Hdt.4.35
;ἐπὶ τὸν Ἀχέροντα Pl.Phd. 113d
: c.acc.loci, enter,π.στέγας S.Tr. 329
, cf. E.Hel.51; π. διὰ Θεσσαλίης march through T., Hdt.7.196; π. παρὰ βασιλέος come from his presence, Id.6.95;παρὰ βασιλέως πρὸς τὸν σατράπην X.An.4.5.10
; π. πρὸς τὸν ἴδιον ἄνδρα go in to her husband, Theano ap.D.L.8.43: freq. c.acc.cogn., μακροτέραν (sc. ὁδόν)π. X.An.2.2.11
, etc.; (lyr.);τὴν εἱμαρμένην πορείαν Pl.Mx. 236d
: c.acc.loci,γῆν πολλὴν π.
go over, trauerse,Arr.
An.6.23.1;π. τὰ δύσβατα X.Cyr.2.4.27
;τοσαῦτα ὄ ρη Id.An.2.5.18
: Geom., π. διὰ τοῦ κέντρου pass through the centre, Archim.Con.Sph. 16; π. γραμμάν traverse, move along a line, Id.Spir.14.—Special phrases: ἐς ἄρκυν π. fall into.., E.El. 965; ἐπ' ἔργον π., ἐπὶ τὰ δευτερεῖα π., Id.Or. 1068, Pl.Phlb. 23b; π. εἰς τὰ κτήματα enter into possession of.., D.44.32; ἢν αἱ καθάρσιες πορεύωνται if the menses come, Hp.Aph. 5.60.4 metaph.,ἡ πονηρία διὰ τῶν ἡδονῶν π. X.Cyr. 2.2.24
; of discourse,ἐκτὸς τῶν λόγων π. Pl. Lg. 812a
;διὰ τῶν ὁμολογουμένων X.Mem.4.6.15
; καθ' ὁμοιότητα π. proceed by analogy, Phld.Sign.31.6 go on one's way, i.e. die, Jul.Ep.14.
См. также в других словарях:
κάφος — κάφος, ὁ (Α) πνεύμα, αναπνοή … Dictionary of Greek
Maniots — Part of a series on Greeks … Wikipedia
κάπος — (I) κάπος και κάπυς και κάφος, ὁ (Α) πνοή, αναπνοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καπ (πρβλ. καπ νός)]. (II) κᾱπος, ὁ (Α) δωρ. τ. τού κήπος. (III) ο 1. ο επικεφαλής, ο αρχηγός 2. (επί αγγλοκρατίας στα Επτάνησα) καθένας από τους επιστάτες τής τάξης οι οποίοι… … Dictionary of Greek
κηφήνας — ο (Α κηφήν, ῆνος) 1. η αρσενική μέλισσα («τὰς μὲν μελίττας εἰσδύεσθαι, τοὺς δὲ κηφῆνας μή, διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς μείζους», Αριστοτ.) 2. μτφ. άνθρωπος οκνηρός και άεργος που ζει εις βάρος τών άλλων, παράσιτο νεοελλ. ζωολ. μέλος μιας κάστας… … Dictionary of Greek
ciumă — CIÚMĂ, ciume, s.f. 1. Boală infecţioasă şi epidemică foarte gravă, caracterizată prin febră mare, diaree, delir, tumefacţii ale ganglionilor etc.; pestă. 2. fig. Persoană foarte urâtă (şi foarte rea). 3. fig. Mizerie, năpastă, nenorocire mare. ♢… … Dicționar Român