-
1 καναχάποδα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καναχάποδα
-
2 καναχέω
κᾰνᾰχ-έω, a Verb expressing various sounds, κανάχησε δὲ ΧαλκόςA rang, clashed, Od.19.469; καναχοῦσι πηγαί plash, Cratin.186; καναχῶν ὁλόφωνος ἀλέκτωρ crowing, Id.259: c. acc. cogn., κ. μέλος to let a song ring loud, A.R.4.907.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καναχέω
-
3 καναχή
A sharp sound; esp. ring or clang of metal,δεινὴν.. πήληξ βαλλομένη καναχὴν ἔχε Il.16.105
, cf. 794; κ. δ' ἦν ἡμιόνοιιν loud rang their tramp, Od.6.82; ὀδόντων μὲν κ. πέλε gnashing of teeth, Il.19.365, Hes.Sc. 164: pl., ib. 160; κ. [ Χαλκ] όκτυπος B.13.15; Χρυσοῦ κ. S.Ant. 130 (lyr.); κ. αὐλῶν sound of flutes, Pi.P.10.39 (pl.), B.2.12, cf. S.Tr. 642 (lyr.); ofthelyre, h.Ap. 185. -
4 καναχηδά
κᾰνᾰχ-ηδά, Adv.A with a loud noise,ποταμοὶ καναχηδὰ ῥέοντες Hes.Th. 367
, cf. A.R.3.71, Call.Del.45; of flutes, v. μίτρα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καναχηδά
-
5 καναχηδής
κᾰνᾰχ-ηδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καναχηδής
-
6 καναχηδόν
κᾰνᾰχ-ηδόν, Adv.,A = καναχηδά, D.P.145, Aret SD1.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καναχηδόν
-
7 καναχήπους
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καναχήπους
-
8 καναχής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καναχής
-
9 καναχίζω
A = καναχέω, κανάχιζε δὲ δούρατα Il. 12.36; δῶμα σμερδαλέον κανάχιζε v.l. in Od.10.399;κανάχιζε πόσ' εὐρεῖα Χθών Hes.Sc. 373
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καναχίζω
-
10 καναχός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καναχός
-
11 κανδήλη
κανδήλη, ἡ, Lat.A candela, candle, torch, Ath.15.701b:—hence [full] κανδηλο-σβέστης, ου, ὁ, fem. [suff] κᾰνᾰχ-σβέστρια, ἡ, moth, Sch.Nic.Th. 763, Sch.Opp.H.1.404.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κανδήλη
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский