-
1 κανδηλο-σβέστης
κανδηλο-σβέστης, ὁ, der das Licht, candela, auslöscht, Schol. Nic. Ther. 763.
-
2 κανδηλοσβέστης
κανδηλο-σβέστης, ὁ, der das Licht, candela, auslöscht -
3 κανδήλη
κανδήλη, ἡ, Lat.A candela, candle, torch, Ath.15.701b:—hence [full] κανδηλο-σβέστης, ου, ὁ, fem. [suff] κᾰνᾰχ-σβέστρια, ἡ, moth, Sch.Nic.Th. 763, Sch.Opp.H.1.404.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κανδήλη
См. также в других словарях:
κηροσβέστης — και κεροσβήστης, ο εκκλησιαστικό σκεύος που χρησιμοποιείται για το σβήσιμο τών αναμμένων κεριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + σβέστης (< σβέννυμι), πρβλ. κανδηλο σβέστης, πυρο σβέστης) … Dictionary of Greek