-
1 κακοσιτία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοσιτία
-
2 κακόσιτος
κᾰκό-σῑτος, ον,A eating badly, i. e. having a poor appetite, fastidious, Hp.Steril.215, Eub.17;ὁ περὶ τὰ σιτία δυσχερής Pl. R. 475c
, Ael.NA3.45, cf. Arr.Cyn.8.2.2 metaph., fastidious, πρὸς Κύπριν οὐ κ. (of Priapus), Ἀρχ.Δελτ. 2 App. 47 ([place name] Thyrrheum).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόσιτος
См. также в других словарях:
οξυσιτία — ὀξυσιτία, ἡ (Α) δυσλειτουργία τών πεπτικών οργάνων, κατά την οποία η τροφή δεν χωνεύεται και γίνεται όξινη στο στομάχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + σιτία (< σιτος < σῖτος), πρβλ. κακο σιτία] … Dictionary of Greek