Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κᾰκό-σῑτος

См. также в других словарях:

  • οικόσιτος — η, ο (Α οἰκόσιτος, ον) αυτός που ζει και τρέφεται μέσα στο σπίτι αρχ. 1. αυτός που τρέφεται στο σπίτι του και συντηρείται από την οικογένειά του («εὐθὺς ἂν αὐτὸς ἔχειν τὰ ἀρκοῡντα παρὰ τῆς τέχνης καὶ μηκέτ οἰκόσιτος εἶναι τηλικοῡτος ὤν»,… …   Dictionary of Greek

  • χιλιόσιτος — ον, Μ αυτός που περιέχει μεγάλη ποσότητα σιταριού («χιλιόσιτα πλουτῶν σιτοδοχεῑα», Κ Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + σῖτος (πρβλ. κακό σιτος, ὀλιγό σιτος)] …   Dictionary of Greek

  • οξυσιτία — ὀξυσιτία, ἡ (Α) δυσλειτουργία τών πεπτικών οργάνων, κατά την οποία η τροφή δεν χωνεύεται και γίνεται όξινη στο στομάχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + σιτία (< σιτος < σῖτος), πρβλ. κακο σιτία] …   Dictionary of Greek

  • καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»