-
1 κακο-σῑτία
κακο-σῑτία, ἡ, Mangel an Eßlust, Poll. 6, 34.
-
2 κακοσῑτία
κακο-σῑτία, ἡ, Mangel an Eßlust
См. также в других словарях:
οξυσιτία — ὀξυσιτία, ἡ (Α) δυσλειτουργία τών πεπτικών οργάνων, κατά την οποία η τροφή δεν χωνεύεται και γίνεται όξινη στο στομάχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + σιτία (< σιτος < σῖτος), πρβλ. κακο σιτία] … Dictionary of Greek