Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κᾰκοδαιμον-άω

См. также в других словарях:

  • κακοδαίμον' — κακοδαίμονα , κακοδαίμων possessed by an evil genius neut nom/voc/acc pl κακοδαίμονα , κακοδαίμων possessed by an evil genius masc/fem acc sg κακοδαίμονι , κακοδαίμων possessed by an evil genius dat sg κακοδαίμονε , κακοδαίμων possessed by an… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόδαιμον — κακοδαίμων possessed by an evil genius masc/fem voc sg κακοδαίμων possessed by an evil genius neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοδαίμων — ον (AM κακοδαίμων, κακόδαιμον) αυτός που έχει κακή τύχη, δυστυχής || (μσν. αρχ.) το αρσ. ως ουσ. ὁ κακοδαίμων πονηρό πνεύμα, κακός δαίμονας αρχ. αυτός που κατέχεται από κακό δαίμονα, από πονηρό πνεύμα. επίρρ... κακοδαιμόνως (Α) με κακοδαίμονα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»