-
1 καθαρτήριος
κᾰθαρ-τήριος, ον,II - τήριον (sc. φάρμακον), τό, drug which effects κάθαρσις, λοχείων, ἐπιμηνίων, Hp.Mul.1.78; purgative, Aret.CA1.4, Gal.11.354; κ. κατωτερικόν Aet.16.52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαρτήριος
-
2 καθαρός
Grammatical information: adj.Meaning: `clean, spotless, pure, unmixed, white (of bread, linnen)' (Il.); καθάρειος (- ιος) `pure, elegant' (Arist., Men., Plb.), adv. καθαρείως (X.), after ἀστεῖος; καθάρυλλος ( ἄρτος etc., Com.; cf. Leumann Glotta 32, 219 n. 3).Derivatives: καθαρότης `purity' (Hp., Pl.), καθαρ(ε)ιότης `purity, refinement' (Hdt.). - Denomin. verbs: 1. καθαίρω ( κοθ- Herakl.), often with prefix, e. g. ἀνα-, ἀπο-, δια-, ἐκ-, περι-, aor. καθῆραι (- ᾶραι) `purify' (Il.) with κάθαρσις (IA.), κόθ- (El.) `purification', καθαρμός `atonement' (Hdt., trag.), κάθαρμα, often in plur. `purification, refuse' (Att.); καθαρτής `purifyer, conciliater' (Hp., S.), - τήρ `id.' (Man., Plu.), - τήριος (D. H.); καθάρσιος (: καθαρτής, κάθαρσις, καθαρτός) `purifying' (Hdt., trag.), καθαρτικός `id.' (Hp., Pl.). - 2. καθαρίζω, also with prefix, ἀπο-, δια-, ἐκ-, περι-, `purify' (LXX) with καθαρισμός (LXX), καθάρισις (pap.) a. o. - 3. καθαρεύω `be pure' (Ar., Pl.) with καθάρευσις (H., EM); also καθαρι-εύω (Paus., gramm.). - 4. καθαρι-όω `purify' (LXX).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Solmsen KZ 37, 7A. thought that καθαρός was assimilated from κοθαρός; Schwyzer 344 thought that κοθαρός was Aeolic. - No etymology. Suggestions in Bq. Schwyzer 260 (to Lith. krečiù `shake'). Acc. to Debrunner in Ebert, Reallexikon 4, 2, 526 religious term of Pre-Greek origin The variation α\/ο proves Pre-Greek origin. (Fur. 391 connects ἀθαρής; doubtful..Page in Frisk: 1,752-753Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καθαρός
См. также в других словарях:
-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… … Dictionary of Greek
φοιβαστήριος — ία, ον, ΜΑ καθαρτήριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοιβάζω + κατάλ. τήριος (πρβλ. θυσιασ τήριος, καθαρ τήριος)] … Dictionary of Greek
μειλικτήριος — μειλικτήριος, ον (Α) 1. αυτός που είναι κατάλληλος ή ικανός να πραΰνει, εξιλεωτικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μειλικτήρια εξιλεωτικές ή εξιλαστήριες θυσίες («ἅπερ νεκροῑσι μειλικτήρια, βοός τ ἀφ ἁγνῆς λευκόν... γάλα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek