-
1 καθαρτικός
A of, fit for cleansing or purifying,ἐλαίου καὶ γῆς Pl.Ti. 60d
; τὰ μέλη τὰ κ. (v.κάθαρσις 11
) Arist.Pol. 1342a15; τὰ κ. purgatives, Phld.Sign. 25;κ. ἀρεταί Hierocl. in CA2p.422M.
: ἡ -κή (sc. τέχνη) Pl.Sph. 231b. Adv.- κῶς Marin.Procl.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαρτικός
См. также в других словарях:
-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… … Dictionary of Greek