Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

κύκλα

См. также в других словарях:

  • κύκλα — κύκλος ring neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκλ' — κύκλα , κύκλος ring neut nom/voc/acc pl κύκλε , κύκλος ring masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

  • MITHRA — Persis dicitur Sol. Strad. l. 15. Τιμῶσι δὲ καὶ Η῞λιον, ὅν Μίθραν καλοῦσι. Plut. in l. de Iside, et Osiride, post relatam eorum sententiam, qui duos esse Deos credebant, quasi adversarios et ἀντιτέχνους, quorum alter Bona, alter Mala operaretur,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • цикламе́н — а, м. Травянистое растение сем. первоцветных, с клубневидным корневищем и крупными ярко окрашенными цветками; альпийская фиалка. [греч. κυκλαμινος] …   Малый академический словарь

  • οίκαδε — (ΑΜ οἴκαδε, Α δωρ. τ. οἴκαδις και σε επιγρ. Fοίκαδε) επίρρ. προς το σπίτι ή προς την πατρίδα («οἴκαδέ τ ἐλθέμεν καὶ νόστιμον ἦμαρ ἰδέσθαι», Ομ. Ιλ.) αρχ. στο σπίτι, στην πατρίδα («ἵνα ἧττον τὰ οἴκαδε ποθοίη», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴκα, αιτ. πληθ …   Dictionary of Greek

  • περιφαής — ές, Α 1. αυτός που λάμπει προς όλες τις διευθύνσεις 2. αυτός που τά βλέπει όλα («βλεφάρων περιφαέα κύκλα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φαής (< φᾶος «φως»)] …   Dictionary of Greek

  • υποτίθεμαι — ὑποτίθεμαι ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποτίθημι ΜΑ [τίθημι] νεοελλ. (γ εν. πρόσ. παθ. ενεστ.) υποτίθεται τίθεται ως προϋπόθεση ή θεωρείται πιθανό (α. «υποτίθεται ότι στο σκάνδαλο είναι αναμεμιγμένοι και υψηλά ιστάμενοι» β. «αφού ζει σε τέτοια πολυτέλεια …   Dictionary of Greek

  • kʷel-1, kʷelǝ- —     kʷel 1, kʷelǝ     English meaning: to turn; wheel; neck?     Deutsche Übersetzung: “drehen, sich drehen, sich herumbewegen, fũrsorglich um jemandem herum sein, wohnen” under likewise     Material: This root is related to the name of Celts,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»