-
1 οκτακνημος
См. также в других словарях:
οκτάκνημος — ὀκτάκνημος, ον (Α) (για τροχό) αυτός που έχει οκτώ ακτίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + κνημος (< κνήμη), πρβλ. τετρά κνημος] … Dictionary of Greek
ὀκτάκνημον — ὀκτάκνημος eight spoked masc/fem acc sg ὀκτάκνημος eight spoked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκτάκνημα — ὀκτάκνημος eight spoked neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκτάκνημοι — ὀκτάκνημος eight spoked masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… … Dictionary of Greek