Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κόφῐνος

См. также в других словарях:

  • κόφινος — basket masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόφινος — ο (Α κόφινος) μεγάλο καλάθι, κοφίνι («οὔπω νοεῑτε, οὐδὲ μνημονεύετε τοὺς πέντε ἄρτους τῶν πεντακισχιλίων καιὶ πόσους κοφίνους ἐλάβετε;», ΚΔ) αρχ. βοιωτικό μέτρο χωρητικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., την οποία με… …   Dictionary of Greek

  • κοφίνοις — κόφινος basket masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοφίνου — κόφινος basket masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοφίνους — κόφινος basket masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοφίνων — κόφινος basket masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοφίνῳ — κόφινος basket masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόφινοι — κόφινος basket masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόφινον — κόφινος basket masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Coffin — For people named Coffin, see Coffin (surname). A replica of the coffin used for Abraham Lincoln, on display at the Museum of Funeral Customs. A coffin is a funerary box used in the display and containment of dead people – either for burial or… …   Wikipedia

  • кош — I I, род. п. коша 1) казачий лагерь, стоянка кочевников , 2) шалаш; пастушеский стан , терск. (РФВ 44, 96), др. русск. кошь стан, обоз (с 1498 г.; ср. Срезн. I, 1306), кошевой старшина, предводитель коша , укр. кош, кiш, род. п. коша (то же),… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»