Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κοφινώδης

См. также в других словарях:

  • κοφινώδης — κοφινώδης, ῶδες (Α) αυτός που μοιάζει με κοφίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόφινος + κατάλ. ώδης (πρβλ. ερεβ ώδης, πορ ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • κοφινῶδες — κοφινώδης like a basket masc/fem voc sg κοφινώδης like a basket neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόφινος — ο (Α κόφινος) μεγάλο καλάθι, κοφίνι («οὔπω νοεῑτε, οὐδὲ μνημονεύετε τοὺς πέντε ἄρτους τῶν πεντακισχιλίων καιὶ πόσους κοφίνους ἐλάβετε;», ΚΔ) αρχ. βοιωτικό μέτρο χωρητικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., την οποία με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»