-
1 κοφινώδης
κοφῐν-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοφινώδης
-
2 κοφινώδης
κοφιν-ώδης, ες, korbartig -
3 κοφινώδες
-
4 κοφινῶδες
-
5 κόφινος
Grammatical information: m.Meaning: ` big basket' (Att., hell.; on the meaning Schulze BerlSb. 1905, 727f. = Kl. Schr. 498f.), also as measure of capacity = 9 Att. χοίνικες (Boeot. inscr.).Derivatives: Diminut. κοφίνιον (pap.); κοφινώδης `basket-like' (sch.), - ηδόν ` per basket' (EM); κοφινόομαι ` have a basket put over one's head' (Nic. Dam.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Technical LW without etymology; suggestions in Bq. Lat. LW cophinus, from where Engl. coffin, MHG koffer. - Fur. compares κόφος prob. `basket-load', and also κοψία χύτρα and κόψα ὑδρία; for the suffix s. 129 n. 54.Page in Frisk: 1,936-937Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόφινος
См. также в других словарях:
κοφινώδης — κοφινώδης, ῶδες (Α) αυτός που μοιάζει με κοφίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόφινος + κατάλ. ώδης (πρβλ. ερεβ ώδης, πορ ώδης)] … Dictionary of Greek
κοφινῶδες — κοφινώδης like a basket masc/fem voc sg κοφινώδης like a basket neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόφινος — ο (Α κόφινος) μεγάλο καλάθι, κοφίνι («οὔπω νοεῑτε, οὐδὲ μνημονεύετε τοὺς πέντε ἄρτους τῶν πεντακισχιλίων καιὶ πόσους κοφίνους ἐλάβετε;», ΚΔ) αρχ. βοιωτικό μέτρο χωρητικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., την οποία με… … Dictionary of Greek