-
101 овсинка
-и θ.ένας κόκκος ή ένα στέλεχος της βρώμης. -
102 перерод
-а α. (γεωπ.) κόκκος εκφυλισμένος. -
103 песчинка
-и θ.κόκκος άμμου. -
104 порошинка
-и θ.ένας κόκκος μπαρούτης. -
105 пылинка
-и θ.1. μόριο σκόνης.2. βοτ. ο κόκκος της γύρης -
106 пыльцевой
επ.της γύρης•пыльцевой мешочек ο ανθήρας•
-ое зерно ο κόκκος της γύρης.
-
107 частица
-ы θ.1. τμήμα, μέρος• μόριο• κόκκος λεπτότατος.2. μτφ. ελάχιστη ποσότητα,ένα λίγο, μια σταλιά, μια σταγόνα.3. (γραμμ.) το μόριο•утвердительная частица βεβαιωτικό μόριο•
-
108 чечевичка
-и θ.φακίτσα. || ένας κόκκος φακής. -
109 βαφικός
A fit for dyeing,κόκκος Dsc.Eup.1.37
;βοτάνη Luc.Alex.12
: - κή (sc. τέχνη), ἡ, art of dyeing, Ph.1.353, Plu.2.228b, PRyl.98.2 (ii A. D.).II βίβλοι βαφικαί, in Alchemy, books on gilding and silvering, Ps.-Democr. ap. Syn.Alch.p.57 B.; καῦσις β. Zos.Alch.p.208B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαφικός
-
110 γυμνός
A naked, unclad,γ. περ ἐών Od.6.136
, etc.;τὰ γ. Thphr.Char.4.4
: [comp] Comp.,Ἴρου γυμνότερος Procop.Gaz.Ep. 122
; γυμνὸν στάδιον, opp. ὁπλιτοδρόμος, Pi.P.11.49.2 unarmed,οὐδ' ὑπέμεινε Πάτροκλον, γυμνόν περ ἐόντ' ἐν δηϊοτῆτι Il.16.815
, etc.;γυμνὰ τὰ νῶτα παρέχειν Plu.Fab.11
; parts not covered by armour, exposed parts,Th.
3.23, X.HG4.4.12; esp. right side (the left being covered by the shields), Th.5.10.71.3 of things bare, γ. τόξον an uncoveredbow,i.e. taken out of the case, Od.11.607;γ.ὀϊστός 21.417
;γ. μάχαιραι Theoc.22.146
;ξίφος A.R.1.1254
;γ. τῇ κεφαλῇ Pl.Phdr. 243b
.4 c.gen., stripped of a thing,κολεοῦ γ. φάσγανον Pi. N.1.52
, cf. X.Ages.2.14;κᾶπος [δένδρων] γ. Pi.O.3.24
;γ. ὀστράκων A.Fr. 337
;γ. προπομπῶν Id.Pers. 1036
(lyr.); (but alsoγ. τῶν ἀριστείων ἄτερ S.Aj. 464
): in Prose,γ. ὅπλων Hdt.2.141
(v.l.);ἡ ψυχὴ γ. τοῦ σώματος Pl.Cra. 403b
, cf. R. 577b, Grg. 523d: [comp] Comp.ἀνδριάντων -ότερος D.Chr.34.3
.5 lightly clad, i.e. in the undergarment only, Hes.Op. 391, Ar.Nu. 498, Pl.R. 474a, Luc.Herm.23;μικροῦ γ. ἐν τῷ χιτωνίσκῳ D.21.216
; of horses, without harness, Arr. Cyn.24.3.6 of facts, naked, bald,γυμνῶν τῶν πραγμάτων θεωρουμένων D.S.1.76
;γ. τὸ ἔργον διηγήσασθαι Luc.Tox.42
; ;γ. χρῆσθαι τῇ μιμήσει Demetr.Eloc. 112
. Adv. - ῶς baldly, Sch.A.Pers. 740.9 beardless, A.R.2.707.10 scalped, Archil.161.11 γυμνή· ἄνηβος, Hsch.12 prov. of impossibilities,γυμνῷ φυλακὴν ἐπιτάττεις Pherecr.144
, Philem.12. (Akin to Skt. nagnás, Lat. nādus, etc.; cf. λυγνός.) -
111 καλλίκοκκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίκοκκος
-
112 Κνίδιος
II κόκκος Κ., ὁ, berry of the shrub κνέωρον ( Daphne Gnidium), used as a purgative, Eub.128, Thphr.HP9.20.2, Dsc.1.36, 4.172.IV v. κνήδιον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κνίδιος
-
113 Κνιδόκοκκος
Κνῐδόκοκκος, ὁ,A = κόκκος Κνίδιος, Alex.Trall.8.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κνιδόκοκκος
-
114 κόκκαλος
κόκκᾰλος, ὁ,A kernel of the στρόβιλος, Hp.Acut.(Sp.) 30, 34; = κῶνος, Gal.15.848, cf. 12.55; coupled with ὀστρακίς, Ath.3.126a; = Κνίδιος κόκκος, Dsc. ap. Gal.19.113.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόκκαλος
-
115 κοκκάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοκκάριον
-
116 κοκκηρός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοκκηρός
-
117 μονόκοκκος
μονό-κοκκος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονόκοκκος
-
118 σκληρόκοκκος
σκληρό-κοκκος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκληρόκοκκος
-
119 τρίκοκκος
τρί-κοκκος, ον,A with three grains or berries, Sch.ll. 14.183:—τρίκοκκος, ὁ, = μέσπιλον, Dsc.1.118; = ἡλιοτρόπιον τὸ μέγα, Plin.HN22.60;ἡλιοτρόπιον τ. Aët.12.63
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίκοκκος
-
120 χρυσόκοκκος
χρῡσό-κοκκος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσόκοκκος
См. также в других словарях:
Κόκκος — grain masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόκκος — grain masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… … Dictionary of Greek
κόκκος — ο 1.σπυρί, κουκί, σπόρος: Οι κόκκοι σταριού που πέφτουν στο χωράφι δίνουν πολλαπλάσιους καρπούς. 2. κάθε μικρός σφαιροειδής όγκος: Οι κόκκοι της άμμου είναι αμέτρητοι. 3. ελάχιστη ποσότητα: Δεν έχει κόκκο μυαλού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κόκκος, Δημήτριος — (Ανδρίτσαινα 1856 – Αθήνα 1891). Λογοτέχνης. Ανήκε στη γενιά του 1880, που οδήγησε την ελληνική ποίηση πέρα από τον –παρωχημένο τότε– ρομαντισμό των Σούτσων και του Αχιλλέα Παράσχου. Δημοσίευσε ποιήματά του στη σατιρική εφημερίδα του Βλάση… … Dictionary of Greek
Κόκκος, Ιάκωβος — (Βενετία ; – 1453). Ναυτικός. Έδρασε ως πλοίαρχος γαλέρας κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους. Στις 2 Δεκεμβρίου 1452 κατόρθωσε να διασπάσει με δόλο τον αποκλεισμό του τουρκικού στόλου, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη και… … Dictionary of Greek
Κόκκος, Φραγκίσκος — (16ος αι.). Λόγιος. Καταγόταν από τη Νάξο. Μετά τις σπουδές του στο Ελληνικό Κολέγιο του Αγίου Αθανασίου επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου δίδαξε για ορισμένο χρονικό διάστημα. Στη συνέχεια μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και υπηρέτησε στα… … Dictionary of Greek
Κόκκοι — Κόκκος grain masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόκκοι — κόκκος grain masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόκκοις — Κόκκος grain masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόκκοις — κόκκος grain masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)