-
1 κοκκος
ὅ1) косточка (плода), семячко, зерно(συνάπεως NT.; ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι Her.)
κ. τοῦ κυάμου Arst. — боб2) чуточка, капляνόου οὐκ ἔνι κ. Sext. — ни капли здравого смысла
3) анат. яичко Anth. -
2 κόκκος
ο1) зерно; зёрнышко, крупинка;κόκκος σίτου — хлебное зёрнышко;
2) прям., перен. крупинка, крупица, частица; крошка, капелька;κόκκος άμμου — песчинка;
δεν έχει ούτε κόκκον νου (φρονιμάδας, ευσπλαχνίας) — у него нет ни капли ума (здравого смысла, жалости)
-
3 κόκκος
{сущ., 7}зерно, семя.Ссылки: Мф. 13:31; 17:20; Мк. 4:31; Лк. 13:19; 17:6; Ин. 12:24; 1Кор. 15:37.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κόκκος
-
4 κόκκος
{сущ., 7}зерно, семя.Ссылки: Мф. 13:31; 17:20; Мк. 4:31; Лк. 13:19; 17:6; Ин. 12:24; 1Кор. 15:37.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κόκκος
-
5 κόκκος
зерно, семя.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κόκκος
-
6 κόκκος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κόκκος
-
7 κόκκος
[коккос] ουσ. а. зерно,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κόκκος
-
8 κόκκος
[коккос] ουσ α зерно. -
9 σιναπι
-
10 άμμος
ο, η1) песок;κόκκος άμμου — песчинка;
κινητή άμμος — зыбучие пески;
χτίζω στην άμμο — строить на песке;
2) песчаное место, пляж, песчаный берег;3) перен. неисчислимое множество -
11 2848
{сущ., 7}зерно, семя.Ссылки: Мф. 13:31; 17:20; Мк. 4:31; Лк. 13:19; 17:6; Ин. 12:24; 1Кор. 15:37.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2848
См. также в других словарях:
Κόκκος — grain masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόκκος — grain masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… … Dictionary of Greek
κόκκος — ο 1.σπυρί, κουκί, σπόρος: Οι κόκκοι σταριού που πέφτουν στο χωράφι δίνουν πολλαπλάσιους καρπούς. 2. κάθε μικρός σφαιροειδής όγκος: Οι κόκκοι της άμμου είναι αμέτρητοι. 3. ελάχιστη ποσότητα: Δεν έχει κόκκο μυαλού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κόκκος, Δημήτριος — (Ανδρίτσαινα 1856 – Αθήνα 1891). Λογοτέχνης. Ανήκε στη γενιά του 1880, που οδήγησε την ελληνική ποίηση πέρα από τον –παρωχημένο τότε– ρομαντισμό των Σούτσων και του Αχιλλέα Παράσχου. Δημοσίευσε ποιήματά του στη σατιρική εφημερίδα του Βλάση… … Dictionary of Greek
Κόκκος, Ιάκωβος — (Βενετία ; – 1453). Ναυτικός. Έδρασε ως πλοίαρχος γαλέρας κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους. Στις 2 Δεκεμβρίου 1452 κατόρθωσε να διασπάσει με δόλο τον αποκλεισμό του τουρκικού στόλου, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη και… … Dictionary of Greek
Κόκκος, Φραγκίσκος — (16ος αι.). Λόγιος. Καταγόταν από τη Νάξο. Μετά τις σπουδές του στο Ελληνικό Κολέγιο του Αγίου Αθανασίου επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου δίδαξε για ορισμένο χρονικό διάστημα. Στη συνέχεια μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και υπηρέτησε στα… … Dictionary of Greek
Κόκκοι — Κόκκος grain masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόκκοι — κόκκος grain masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόκκοις — Κόκκος grain masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόκκοις — κόκκος grain masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)