-
61 κοκκίς
-
62 κοκκίον
-
63 μίσχος
μίσχος, ὁ, auch μίσκος, 1) Blatt- u. Fruchtstiel, pediculus, Hesych. u. Theophr., ᾧ συνήρτηται πρὸς τὸ φυτὸν τὸ φύλλον καὶ ὁ καρπός. – Dah. Hesych. ὁ παρὰ φύλλῳ κόκκος. – 2) ein Werkzeug zum Graben in Thessalien; Theophr.; Artemid. 2, 24, zw.
-
64 θυμ-ελαία
θυμ-ελαία, ἡ, ein Strauch, dessen Beeren, κόκκος Κνίδειος, stark abführen, Diosc.
-
65 σιναπι
-
66 гранула
ο κόκκοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гранула
-
67 золотима
ο κόκκος χρυσού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > золотима
-
68 крупинка
ο (μικρός) κόκκος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > крупинка
-
69 мелкозернистый
ψιλόκοκκος, μικρό-κοκκος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мелкозернистый
-
70 песчинка
ο κόκκος της άμμου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > песчинка
-
71 градина
градинаж разг ὁ κόκκος χαλάζης. -
72 песчинка
песчинкаж ὁ κόκκος ἄμμου. -
73 пылинка
пылинкаж τό μόριο σκόνης, ὁ κόκκος σκόνης. -
74 άμμος
ο, η1) песок;κόκκος άμμου — песчинка;
κινητή άμμος — зыбучие пески;
χτίζω στην άμμο — строить на песке;
2) песчаное место, пляж, песчаный берег;3) перен. неисчислимое множество -
75 Κόκκω
-
76 Κόκκῳ
-
77 Κόκκωι
Κόκκῳ, Κόκκοςgrain: masc dat sg -
78 κόκκω
-
79 κόκκῳ
-
80 κόκκωι
κόκκῳ, κόκκοςgrain: masc dat sg
См. также в других словарях:
Κόκκος — grain masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόκκος — grain masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… … Dictionary of Greek
κόκκος — ο 1.σπυρί, κουκί, σπόρος: Οι κόκκοι σταριού που πέφτουν στο χωράφι δίνουν πολλαπλάσιους καρπούς. 2. κάθε μικρός σφαιροειδής όγκος: Οι κόκκοι της άμμου είναι αμέτρητοι. 3. ελάχιστη ποσότητα: Δεν έχει κόκκο μυαλού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κόκκος, Δημήτριος — (Ανδρίτσαινα 1856 – Αθήνα 1891). Λογοτέχνης. Ανήκε στη γενιά του 1880, που οδήγησε την ελληνική ποίηση πέρα από τον –παρωχημένο τότε– ρομαντισμό των Σούτσων και του Αχιλλέα Παράσχου. Δημοσίευσε ποιήματά του στη σατιρική εφημερίδα του Βλάση… … Dictionary of Greek
Κόκκος, Ιάκωβος — (Βενετία ; – 1453). Ναυτικός. Έδρασε ως πλοίαρχος γαλέρας κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους. Στις 2 Δεκεμβρίου 1452 κατόρθωσε να διασπάσει με δόλο τον αποκλεισμό του τουρκικού στόλου, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη και… … Dictionary of Greek
Κόκκος, Φραγκίσκος — (16ος αι.). Λόγιος. Καταγόταν από τη Νάξο. Μετά τις σπουδές του στο Ελληνικό Κολέγιο του Αγίου Αθανασίου επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου δίδαξε για ορισμένο χρονικό διάστημα. Στη συνέχεια μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και υπηρέτησε στα… … Dictionary of Greek
Κόκκοι — Κόκκος grain masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόκκοι — κόκκος grain masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόκκοις — Κόκκος grain masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόκκοις — κόκκος grain masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)