Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κέδματα

См. также в других словарях:

  • κέδμα — κέδμα, τὸ (Α) (αμφβλ. ερμ.) στον πληθ. τὰ κέδματα α) κιρσοί β) κατά πλάτος διαστολή τής κοίλης φλέβας, ανεύρυσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με (σ)κεδάννυμι δεν φαίνεται πιθανή, γιατί δεν συμφωνεί ούτε μορφολογικά ούτε σημασιολογικά.… …   Dictionary of Greek

  • κεδματώδης — κεδματώδης, ῶδες (Α) (αμφβλ. ερμ.) αυτός που μοιάζει με τα κέδματα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδμα, ατος + επίθημα ώδης*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»