-
1 κεδματώδης
κεδμᾰτώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεδματώδης
-
2 κέδματα
Grammatical information: n. pl.Meaning: Hp.; acc. to Gal., Erot. and H. = αἱ χρονιώτεραι διαθέσεις νοσώδεις περὶ τὰ ἄρθρα;Derivatives: κεδματώδης (Hp. ap. Erot.; uncertain).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: By Prellwitz (and Bq) connected with κεδάσ(σ)αι `tear apart'; one would expect - κεδά(σ)ματα; it fits neither form nor meaning (DELG).Page in Frisk: 1,807-808Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κέδματα
См. также в других словарях:
κεδματώδης — κεδματώδης, ῶδες (Α) (αμφβλ. ερμ.) αυτός που μοιάζει με τα κέδματα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδμα, ατος + επίθημα ώδης*] … Dictionary of Greek