-
1 κατ΄...
-
2 κατ-τά
-
3 κάτ
-
4 κατʼ
κατʼ ἰδίαν s. ἴδιος 5. -
5 κατ'
άνδρα по одному (о людях);κατ' τετράδες — четвёрками;
καθ' ομίλους группами;κατ' τόπους — а) местами; — б) на местах;
οι κατ' τόπους αρχές — местные власти;
7) (при обознач, повторяемости, очерёдности):κατ' έτος каждый год;κατ' μήνα — каждый месяц;
καθ' εκάστην каждый день, ежедневно;ολίγον κατ' ολίγον постепенно, понемногу; 8) (при обознач, связи, соотношения; при сравнении):υπερτερώ κατ' την μόρφωσαν — превосходить по образованию;
9):τα κατ' εμέ (εσέ, αυτόν κ.λ.π.) что касается меня (тебя, его и т. д.); τα καθ' ημάς ήθη наши обычаи;§ τα υπέρ και τα κατ' — а) плюсы и минусы; — б) за и против (доводы, аргументы);
κατ' λέξη — буквально, дословно;
κατ' αρχήν а) в принципе; б) если уж говорить...;κατ' αρχάς сначала, сперва;κατ' μονάς — наедине;
κατ' ιδίαν наедине, доверительно, конфиденциально;τύπους — формально;κατ' αντιμωλίαν юр. в присутствии обеих сторон;κατ' βάθος — а) в сущности; — б) глубоко, досконально;
κατ' κράτος — совершенно;
κατ' τα φαινόμενα — по-видимому; — по всей вероятности, вероятно;
κατ' εξοχήν преимущественно;κατ' συνέπεια — следовательно, в результате; — в случае;
καθ' ην ώραν или καθ' ήν στιγμήν в то время как;έχω κατ' νούν — намереваться, думать, полагать;
νικήθηκε κατ' κατ' — он потерпел полное поражение;
κατ' επανάληψη многократно, неоднократно;καθ' υπερβολήν преувеличенно, чрезмерно; κατ' αυτόν τον τρόπο так, таким образом; κατ' ουδένα τρόπον никоим образом; καθ' ην περίπτωσιν в случае; αυτοί καθ' εαυτούς каждый сам по себе; α6*τό καθ' εαυτό само по себе; τα καθ' έκαστα все подробности;κατ' πώς — или κατ' πού — или καθ' όν τρόπον — как;
κατ' πού ( — или πώς) μας τα λες... — судя по твоему рассказу..., как ты говоришь...;
άϊ κατ' ανέμου иди отсюда!, убирайся!;κατ' πώς θα στρώσεις, θα πλαγιάσεις ( — или θα κοιμηθείς) — погов, как постелешь, так и поспишь;
κατ' φωνή κι' ο γάιδαρος — погов, о волке речь, а он навстречь;
κατ' μάνα, κατ' κύρη είναι γιός και θυγατέρα — погов, яблоко от яблони недалеко падает;
κατ' τον καιρό και το χορό — посл, всякому овощу своё время
-
6 κατ'
κατά, κατάdownwards.indeclform (prep)——————ἄ̱τᾱͅ, ἄτηbewilderment: fem dat sg (doric aeolic)ἄτα, ἆτοςinsatiate: neut nom /voc /acc plἄτε, ἆτοςinsatiate: masc /fem voc sgἔται, ἔταιclansmen: masc nom /voc plἔτα, ἔτηςclansmen: masc voc sgἔτα, ἔτηςclansmen: masc nom sg (epic)ἔται, ἔτηςclansmen: masc nom /voc plἔτᾱͅ, ἔτηςclansmen: masc dat sg (doric aeolic)ἔτι, ἔτιyet: indeclform (adverb)——————ἆ̱τα, ἄατοςinsatiate: neut nom /voc /acc plἆ̱τε, ἄατοςinsatiate: masc /fem voc sgἄ̱τᾱͅ, ἄτηbewilderment: fem dat sg (doric aeolic)ἆ̱ται, ἄτηbewilderment: fem nom /voc plἄτα, ἆτοςinsatiate: neut nom /voc /acc plἄτε, ἆτοςinsatiate: masc /fem voc sg——————εἶτι, εἶμιibo: pres ind act 3rd sg (doric)εἶτα, εἶταthen: indeclform (adverb)εἶτε, εἰμίsum: pres opt act 2nd pl -
7 κἄτ'
Βλ. λ. κατ' -
8 κἆτ'
Βλ. λ. κατ' -
9 κᾆτ'
Βλ. λ. κατ' -
10 κάτ
κατάdownwards.poetic indeclform (prep) -
11 κάτ'
κάτα, κάτοςfollowing: neut nom /voc /acc plκάτε, κάτοςfollowing: masc /fem voc sgκάτα, κατάdownwards.indeclform (prep) -
12 κατ΄
попротив во каждый на в по [отношению ко] проΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κατ΄
-
13 κατ-εύχομαι
κατ-εύχομαι, anwünschen, Gelübde, Gebete gegen Einen aussprechen; οἵας γ' ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχας Aesch. Spt. 615; κατεύχομαι δὲ τὸν δεδρακότα κακὸν κακῶς ἐκτρῖψαι βίον Soph. O. R. 246; τῶν Ἀχαιῶν frg. 894; Plat. Rep. III, 393 a; Eur. I. T. 536; in Prosa, Plat. Legg. XI, 934 e; πολλὰ καὶ δεινὰ κατ' αὐτῶν Plut. Num. 12. – Uebh. beten, wünschen, erflehen; absolut, Aesch. Ag. 1223 Soph. Tr. 761 Her. 2, 40; mit folgdm acc. c. inf., Aesch. Eum. 882 Soph. O. C. 1571; τοῖς Πέρσῃσι κατεύχεται εὖ γενέσϑαι Her. 1, 132; τί, Soph. Ai. 385; κατ. σοὶ τἀγαϑόν Eur. I. A. 1186; – geloben, κατεύχονται τῇ ϑεῷ ἀπάξειν αὐτῇ τακτὰς ἑταίρας Ath. XIII, 573 e; – τινί, Einen anflehen, zu Einem flehen, Aesch. Ch. 86. 137. – Auch = großprahlen, sich rühmen, wie das simplex, Theocr. 1, 97.
-
14 κατ-αντικρύ
κατ-αντικρύ, gerade gegenüber; τινί, Thuc. 7, 57 u. öfter; εἰς τὸ κατ. ἀποχωρήσαντες Plat. Lvs. 207 a, öfter; Σηστὸν κατ. ὄντα Ἀβύδου Xen. Hell. 4, 8, 5; Eubul. Ath. XI, 473 d. – Bei Hom., καταντικρὺ τέγεος πέσεν Od. 10, 559, vgl. 11, 64, entspricht es dem ἄψοῤῥον καταβῆναι, Elpenor vergaß zurück die Treppe hinunter zu gehen, ging geradeaus u. stürzte vom Dach hinab. – Bei D. Cass. 57, 7 u. Aristaen. 2, 5 steht καταντικρύς; vgl. Phryn. 443. [Bei Hom. ist des Verses wegen υ lang.]
-
15 κατ-άκρας
-
16 κατ-έν-ωπα
κατ-έν-ωπα ( ἐνωπή), grad ins Angesicht, grad entgegen; κατ. ἰδὼν Δαναῶν Il. 15, 320; Orph.; besser getrennt zu schreiben, κατ' ἐνῶπα, s. Spitzner Il. a. a. O. u. Lob. Paralip. 169.
-
17 κάτ-οπτρον
κάτ-οπτρον, τό, der Spiegel, in dem man sich sieht, vgl. εἴςοπτρον, welche Form B. A. 102 vorgezogen wird; sie waren bei den Griechen von polirtem Metall, κάτοπτρον εἴδους χαλκός ἐστ', οἶνος δὲ νοῦ Aesch. frg. 279; Eur. Hipp. 429 Rl. 1071; τὴν τῶν κατόπτρων εἰδωλοποιΐαν Plat. Tim. 46 a; von Waffen, ὥςπερ κάτ. ἐξέλαμπεν Xen. Cyr. 7, 1, 1. – Uebertr., ὁμιλίας κάτ., ein Bild von Freundschaft, Aesch. Ag. 813.
-
18 κατ' ἄκρας
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κατ' ἄκρας
-
19 κατ' ἄκρης
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κατ' ἄκρης
-
20 κατ-τάδε
См. также в других словарях:
κατ — κάτ (Α) συγκεκ. τ. τής πρόθ. κατά, που χρησιμοποιείται μερικές φορές πριν από λέξεις που αρχίζουν από τ … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
Κατ' εξοχήν — (kat exochen) (греч.) по преимуществу; прежде всего. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
κατ' — κατά , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄτ' — ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem voc sg ἔται , ἔται clansmen masc nom/voc pl ἔτα , ἔτης clansmen masc voc sg ἔτα , ἔτης clansmen masc nom sg (epic) ἔται ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἆτ' — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἆ̱τε , ἄατος insatiate masc/fem voc sg ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἆ̱ται , ἄτη bewilderment fem nom/voc pl ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾆτ' — εἶτι , εἶμι ibo pres ind act 3rd sg (doric) εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) εἶτε , εἰμί sum pres opt act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτ — κατά downwards. poetic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτ' — κάτα , κάτος following neut nom/voc/acc pl κάτε , κάτος following masc/fem voc sg κάτα , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Άγιος Γεώργιος — I Ονομασία 49 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 152 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φραγκίστας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 609 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μητρόπολης … Dictionary of Greek