Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καττά

См. также в других словарях:

  • κάττα — κάττᾱ , κάττα cat fem nom/voc/acc dual κάττᾱ , κάττα cat fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καττά — (Α) (δωρ. τ.) κατὰ τά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατά τά με αποκοπή του α] …   Dictionary of Greek

  • κάττα — η (ΑΜ κάττα) η γάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. κάττα, κάττος, κάττης είναι άγνωστης ετυμολ. Η ίδια ρίζα απαντά στη Λατινική (πρβλ. cattus «γάτος, αίλουρος») καθώς και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες] …   Dictionary of Greek

  • καττά — τά , ὁ lentil neut acc pl (doric) τά , ὁ lentil neut nom/voc/acc pl (doric) τά̱ , ὁ lentil fem acc dual (doric) τά̱ , ὁ lentil fem nom/voc/acc dual (doric) τά , τίς neut nom/voc/acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάττας — κάττᾱς , κάττα cat fem acc pl κάττᾱς , κάττα cat fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάτταν — κάττᾱν , κάττα cat fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καττῶν — κάττα cat fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάττης — κάττα cat fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… …   Dictionary of Greek

  • кот — род. п. а, укр. кiт, род. п. кота, др. русск., цслав. котъка (Пов. врем. лет), болг. кот, сербохорв. стар. ко̑т, чеш., польск., н. луж. kot. По видимому, заимств. из народнолат. cattus дикая кошка (начиная с IV в. н. э.); ср. О. Келлер, Мitt. d.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • AELURUS — I. AELURUS Pseudepiscopus Alexandrinus. II. AELURUS sive Felis, ab Aegyptiis cutus, teste Herodotô Euterpe: qui addit, mortuum domi, solitum saliri atque ita Bubastim deferri, ut sacra in urbe sepeliretur. De cultura quoque testis Cicer. de Legg …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»