-
1 κάττα
κάττᾱ, κάτταcat: fem nom /voc /acc dualκάττᾱ, κάτταcat: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 κάττα
κάττα, ἡ, die Katze, erst sehr Späte.
-
3 καττα
дор. ap. Thuc. = κατὰ τά -
4 καττά
καττά, [dialect] Dor. for κατὰ τά, [full] καττάδε for κατὰ τάδε, [full] καττάν for κατὰ τήν, [full] κατταύταν for κατὰ ταύτην, etc. [full] καττάνῠσαν,A v. κατατανύω. [full] καττίτερος, [full] καττιτέρινος, [full] κάττῡμα, [dialect] Att. for κασς-. -
5 κάττα
-
6 κάττα
κάττα, ἡ, die Katze -
7 κάττα
Other forms: κάττος (sch. Call. H. Dem. 110 a, p. 79 Pf.)Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Origin unknown, but it is found in Latin and other languages of Europe.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάττα
-
8 καττά
τά, ὁlentil: neut acc pl (doric)τά, ὁlentil: neut nom /voc /acc pl (doric)τά̱, ὁlentil: fem acc dual (doric)τά̱, ὁlentil: fem nom /voc /acc dual (doric)τά, τίςneut nom /voc /acc pl (doric) -
9 κάττας
κάττᾱς, κάτταcat: fem acc plκάττᾱς, κάτταcat: fem gen sg (doric aeolic) -
10 κάτταν
κάττᾱν, κάτταcat: fem acc sg (doric aeolic) -
11 κάττης
κάτταcat: fem gen sg (attic epic ionic) -
12 ετης
- ου ὅ1) член рода, (со)родич2) (со)гражданинτοῖς ἔταις καττὰ πάτρια δικάζεσθαι Thuc. (в — тексте договора) граждане будут подсудны законам страны,
3) простой гражданин, частное лицо(πρός τινα ὡς ἔτην λέγειν Aesch.)
-
13 καττών
-
14 καττῶν
-
15 κάτ
-
16 ἔτης
A clansmen, i.e. kinsmen and dependents of a great house,ἀμύνων σοῖσιν ἔτῃσι Il.6.262
; ;παῖδάς τε κασιγνήτους τε ἔτας τε Il.6.239
, cf. Od.15.273;ἔται καὶ ἀνεψιοί Il.9.464
;ἔτας καὶ ἑταίρους 7.295
;γείτονες ἠδὲ ἔται Od.4.16
.II later, citizen,ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων τεοῖσιν Pi.Pae.6.10
, cf. Epic. in Arch.Pap.7.4; τὼς ἔτας καττὰ πάτρια δικάζεσθαι Foed.Lac. in Th.5.79: in sg., a private citizen, opp. those who hold office,πρός σε.. ὡς ἔτην λέγω A.Supp. 247
;οὔτε δῆμος οὔτ' ἔτης ἀνήρ Id.Fr. 377
;ἀρχῷ, φωτὶ δ' οὐκ ἔτῃ πρέπων E.Fr. 1014
; (Olympia, vi B.C.), cf. 141.12 (Corc. nigra, iv B.C.), Mus.Belg.16.70 (Athens, ii A. D.), IG5(2).20 ([place name] Tegea). (On the breathing, see Hdn.Gr.2.55.)
См. также в других словарях:
κάττα — κάττᾱ , κάττα cat fem nom/voc/acc dual κάττᾱ , κάττα cat fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καττά — (Α) (δωρ. τ.) κατὰ τά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατά τά με αποκοπή του α] … Dictionary of Greek
κάττα — η (ΑΜ κάττα) η γάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. κάττα, κάττος, κάττης είναι άγνωστης ετυμολ. Η ίδια ρίζα απαντά στη Λατινική (πρβλ. cattus «γάτος, αίλουρος») καθώς και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες] … Dictionary of Greek
καττά — τά , ὁ lentil neut acc pl (doric) τά , ὁ lentil neut nom/voc/acc pl (doric) τά̱ , ὁ lentil fem acc dual (doric) τά̱ , ὁ lentil fem nom/voc/acc dual (doric) τά , τίς neut nom/voc/acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάττας — κάττᾱς , κάττα cat fem acc pl κάττᾱς , κάττα cat fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτταν — κάττᾱν , κάττα cat fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καττῶν — κάττα cat fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάττης — κάττα cat fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… … Dictionary of Greek
кот — род. п. а, укр. кiт, род. п. кота, др. русск., цслав. котъка (Пов. врем. лет), болг. кот, сербохорв. стар. ко̑т, чеш., польск., н. луж. kot. По видимому, заимств. из народнолат. cattus дикая кошка (начиная с IV в. н. э.); ср. О. Келлер, Мitt. d.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
AELURUS — I. AELURUS Pseudepiscopus Alexandrinus. II. AELURUS sive Felis, ab Aegyptiis cutus, teste Herodotô Euterpe: qui addit, mortuum domi, solitum saliri atque ita Bubastim deferri, ut sacra in urbe sepeliretur. De cultura quoque testis Cicer. de Legg … Hofmann J. Lexicon universale