-
1 κώλο(ν)
το грам, колон, часть предложения; элемент периода;§ τίναξε τα κώλα — он протянул ноги
-
2 κώλο-
первая часть сложных слов, означ.1) зад: κωλόπανο; 2) незначительность чего-л., презрительное отношение к чему-л.: κωλοεφημερίδα -
3 κώλο(ν)
το грам, колон, часть предложения; элемент периода;§ τίναξε τα κώλα — он протянул ноги
-
4 κώλο-κώλο
(или του κώλου-κώλου) с) пятиться назад; б) елееле ползти;δεν τού βαστάει ο κώλο-κώλο του — он трус;
τον πέρασε απ' τού σκυλιού τον κώλο-κώλοο — он его смешал с грязью;
βρέξε κώλο-κώλοο, φάε ψάρι — посл, без труда не вытащишь и рыбки из. пруда;
ο ΰπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλο-κώλοους — посл, спать долго — жить с долгом
-
5 Βρέξε κώλο να φας ψάρι
Αν δεν σπάσεις το κόκαλο, δεν τρως μεδούλι– Αν δεν βραχείς ως το λαιμό, δεν θα φας ψάρι• Без труда не выловишь и рыбку из пруда• Любишь кататься, люби и саночки возить• Не разгрызешь ореха, не съешь ядра• Чтобы рыбку съесть, надо в воду влезтьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Βρέξε κώλο να φας ψάρι
-
6 Τον κώλο σου άμα βάλεις μάγειρα, σκατά θα μαγειρεύει
• Кто что умеет, тот то и делает• У всякого свое уменьеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Τον κώλο σου άμα βάλεις μάγειρα, σκατά θα μαγειρεύει
-
7 βρέχω
(αόρ. έβρεξα, παθ. αόρ. βράχηκα и εβράχην) μετ.1) мочить, смачивать; увлажнять; 2) поливать (улицу); брызгать (бельё и т. п.); 3) пропитывать; промачивать; έβρεξα τα πόδια μου я промочил ноги; 4) окунать, погружать; 5) απρόσ. идёт дождь; 6) перен. разг выпить; (в)спрыснуть, обмыть (что-л.); να τα βρέξουμε давайте выпьем по этому случаю;§ βρέχω τον λάρυγγα μου — промочить горло;
βρέχω τό στρώμα μου — мочиться в постели (о младенцах);
τού τίς έβρεξα я его избил;αυτός όμως αλλού ( — или πέρα) βρέχει ≈ — а) ему как об стенку горох; — б) он остался глух к моей просьбе; — аχω κάποιον μη στάξει και μη βρέξει — носить кого-л. на руках; — каждую пылинку сдувать с кого-л.;
ό, τι βρέξει ας κατεβάσει будь, что будет;βρέξε θεέ μου κάστανα και ρίξε καρυδάκια! держи карман шире!; βρέξε κώλο (или πόδια), φάε (или να φας) ψάρι или αν δεν βρέξεις κώλο δεν τρως ψάρι посл. ≈ без труда не вытащить и рыбку из пруда;1) — промокать;βρέχομαι
βράχηκα ως το κόκκαλο я промок до костей;2) мочиться;§ ούτε βρέχεται, ούτε λιάζεται — погов, он себе и ухом не ведёт
-
8 κωλοπεδαι
-
9 κωλοτομεω
разрезывать на части, рассекать телоΔημήτερα κ. поэт. Plut. — рассекать члены Деметры, т.е. заниматься жатвой
-
10 ήλιος
ο1) прям., перен. солнце;τεχνητός ήλιος — горное солнце;
ανατολή (δύση) τού ηλίου восход (закат) солнца;η εκλειψη (τού) ηλίου затмение солнца;ο ήλιος της αλήθειας — солнце правды;
βγαίνω (ζεσταίνομαι) στον -о выходить (греться) на солнце;με μαύρισε ο ήλιος — я загорел;
τό δωμάτιο μου το βλέπει ( — или τό χτυπάει) ο ήλιος όλη την ημέρα — в моей комнате весь день солнце;
2) подсолнух;3) красавец, красавица;§ μή μού πιάνεις τον ήλιο — не заслоняй мне солнце;
η χώρα τού 'Ανατέλλοντος Ηλίου страна восходящего солнца (о Японии);με τον ήλιο — когда светит солнце, после восхода, до заката;
υπό τον -ον в этом мире, на этом свете;δεν έχω θέσιν υπό τον ήλιος ον — или δεν έχω στον ήλιο μοίρα — быть обездоленным; — не иметь места под солнцем;
άϊ στον ήλιο — или πίσω από τον ήλιο! — или κατά -ου κώλο! κ — дьяволу!, к чёрту!;
θα πάω εκεί πού ψήνει ο ήλιος το ψωμί — я уеду на
край света, я готов уехать к чёрту на рога;ήλιος με δόντια — холодное, не согревающее солнце;
άναψε του το λύχνο να δει τον ήλιο — посл, глаза как плошки, а Не видят ни крошки
-
11 τοίχος
ο стена;ωρολόγι τού τοίχου стенные часы;§ στον τοίχοο τα λέει — как об стенку горох;
από τον τοίχοα να τα κόψω;
ирон. откуда мне взять, с неба что ли?;τό πρόσωπο της τοίχος — она вся размалёвана, наштукатурена;
εβάρεσε τον κώλο του στον τοίχοο — он вылетел в трубу
-
12 Αν δεν βραχείς ως το λαιμό, δεν θα φας ψάρι
Αν δεν σπάσεις το κόκαλο, δεν τρως μεδούλι– Αν δεν βραχείς ως το λαιμό, δεν θα φας ψάρι• Без труда не выловишь и рыбку из пруда• Любишь кататься, люби и саночки возить• Не разгрызешь ореха, не съешь ядра• Чтобы рыбку съесть, надо в воду влезтьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αν δεν βραχείς ως το λαιμό, δεν θα φας ψάρι
-
13 Αν δεν σπάσεις το κόκαλο, δεν τρως μεδούλι
Αν δεν σπάσεις το κόκαλο, δεν τρως μεδούλι– Αν δεν βραχείς ως το λαιμό, δεν θα φας ψάρι• Без труда не выловишь и рыбку из пруда• Любишь кататься, люби и саночки возить• Не разгрызешь ореха, не съешь ядра• Чтобы рыбку съесть, надо в воду влезтьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αν δεν σπάσεις το κόκαλο, δεν τρως μεδούλι
-
14 Βρέξε πόδια να φας μπαρμπούνια
Αν δεν σπάσεις το κόκαλο, δεν τρως μεδούλι– Αν δεν βραχείς ως το λαιμό, δεν θα φας ψάρι• Без труда не выловишь и рыбку из пруда• Любишь кататься, люби и саночки возить• Не разгрызешь ореха, не съешь ядра• Чтобы рыбку съесть, надо в воду влезтьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Βρέξε πόδια να φας μπαρμπούνια
См. также в других словарях:
κωλο- — (Μ κωλο ) α συνθετικό λέξεων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. κώλος και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στα οπίσθια ανθρώπου ή ζώου (κωλομέρι, κωλόπανο, κωλόχαρτο). Η μορφή χρησιμοποιείται συχνά με… … Dictionary of Greek
κώλο(ν) — το (AM κώλον) 1. μέλος σώματος ανθρώπου ή ζώου και ειδικά τα άκρα τους (α. «άνω κώλα» χέρια β. «πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτενεῑς», Αισχύλ. γ. «τά τ ἐμπρόσθια κῶλα καὶ τὰς κεφαλὰς εἰς γῆν ἑλκόμενα», Πλάτ.) 2. γραμμ. το τμήμα τής περιόδου που βρίσκεται… … Dictionary of Greek
κώλο — το (γραμμ.), τμήμα περιόδου που τελειώνει σε άνω τελεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κώλος — ο (Μ κῶλος) το κατώτατο άκρο τού εντερικού σωλήνα, ο πρωκτός νεοελλ. 1. τα οπίσθια, οι γλουτοί, ο πισινός 2. το πίσω μέρος ρούχων που εφάπτεται στους γλουτούς («τρύπησε ο κώλος τού παντελονιού») 3. η βάση ή ο πυθμένας αγγείου, καλαθιού κ.λπ.… … Dictionary of Greek
κωλοστριμούρα — η κωλοσφιξούρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλο + θ. στριμ (τού στριμώχνω) + ούρα (πρβλ. κωλο σφιξ ούρα)] … Dictionary of Greek
αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… … Dictionary of Greek
βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… … Dictionary of Greek
διποδία — η (AM διποδία) 1. το να έχει κανείς δύο πόδια 2. (μετρ.) η ένωση δύο μετρικών ποδιών σ ένα κώλο, μέτρο νεοελλ. διποδισμός* αρχ. είδος χορού τών Λακεδαιμονίων … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
κωλαράς — ο, θηλ. κωλαρού αυτός που έχει εξογκωμένα οπίσθια, μεγάλο κώλο … Dictionary of Greek
κωλονούρι — και κωλονόρι, το το κάτω άκρο τής σπονδυλικής στήλης, ο κόκκυγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλο * + νούρι (< νουρά < την ουρά με απόσπαση τού ν ), πρβλ. μελα νούρι] … Dictionary of Greek