-
1 κώδωνας
κώδωνbell: masc /fem acc pl -
2 колокол
-а α., πλθ. -ла.1. καμπάνα, κώδωνας•церковный колокол καμπάνα της εκκλησιάς•
-водолазный καταδυτικός κώδωνας•
пожарный -πυροσβεστικός κώδωνας•
набатный колокол κώδωνας κινδύνου ή συναγερμού•
язык -а γλωσσίδι της καμπάνας, ρόπτρο;•
ударить колокол χτυπώ την καμπάνα•
звонит: -α ηχούν οι καμπάνες.
2. πλθ. -а, -ов (μουσ.) κωδωνοστοιχία. -
3 κώδων
κώδων, ωνος, ὁ, attisch auch ἡ, Glocke, Schelle; χαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβον Aesch. Spt. 368, vgl. 381; bei Soph. Ai. 17, χαλκοστόμου κώδωνος ὡς Τυρσηνικῆς, wird es » Trompete« erkl.; nach den Schol. eigtl. τὸ πλατὺ τῆς σάλπιγγος, die Mündung od. das Schallloch derselben, vgl. Schol. Ar. Pax 1242 u. Ath. IV, 185 a; Poll. 6, 110; – Γοργὼν μετώποις ἱππικοῖσι πρόςδετος πολλοῖσι σὺν κώδωσιν ἐκτύπει φόβον Eur. Rhes. 308; τοῦ κώδωνος παρενεχϑέντος Thuc. 4, 135, geht auf die Sitte, bei Untersuchung der Nachtwachen durch die Glocke ein Zeichen zu geben, auf welches sogleich die Wache anrufen mußte, als die Schaar mit der Glocke vorbeizog, welche die Runde bei den Posten machte; vgl. Hesych. u. Schol. Ar. Lys. 486, der sagt, daß man auch die Wachteln mit einer Glocke prüfte, um ihre Fähigkeit zum Kampfe zu erforschen; ὑπὸ κώδωνι ἐξαναστάς Luc. de merc. cond. 24; a. Sp.; – Dem. sagt 25, 90 ἃ τῶν ἄλλων ἕκαστος ἀψοφητὶ ποιεῖ, ταῦτα οὗτος μόνον οὐ κώδωνας ἐξαψάμενος διαπράττεται, wie unser »an die große Glocke schlagen«. – Uebertr., geschwätzig, wie Ar. Pax 1044 ἡ κώδων ἀκαλανϑίς vrbdt, wo der Schol. sagt ὅτι λάλον τὸ ζῷον.
-
4 ἐξ-άπτω
ἐξ-άπτω, 1) anknüpfen, anhängen; ἱμάντας Il. 22, 397; πεῖσμα κίονος ἐξάπτειν, das Seil so an die Säule binden, daß es von dieser herunterhängt, Od. 22, 466; vgl. Il. 24, 51; διὰ τῆς ϑυρίδος τὸ καλῴδιον Ar. Vesp. 379; ἐκ νηοῦ σχοινίον ἐς τεῖχος Her. 1, 26; 4, 64; ἐξαμμέναι ἐκ σώματος Tim. Locr. 102 e, daran geknüpft, davon abhängig sein; vgl. τὴν ἀπόῤῥησιν ἐξάπτουσι δεισιδαιμονίας Plut. qu. Rom. 61; τῆς τύχης τὰ πραττόμενα, davon abhängig machen, Sull. 6; – ἀπό τινος, Xen. Cyn. 10, 7; τὴν πόλιν ἐξῆψε τοῦ Πειραιῶς, verband er damit, Plut. Them. 19; übertr., στόματος ἐξάπτων λιτάς Eur. Or. 382, womit ἱκετηρίαν δὲ γόνασιν ἐξάπτω σέϑεν I. A. 1216 zu vergleichen. – 2) anlegen, umhüllen; μηδ' ἀμφὶ κείναις μέλανας ἐξάψῃς πέπλους Eur. I. A. 1449; δεσμὰ χεροῖν Herc. Fur. 1342; κόσμον νεκρῷ Tr. 1208. – Med., sich woran hängen, πάντες ἐξάπτεσϑε, hängt euch alle daran, Il. 8, 20; häufiger = sich an-, umhängen, τί πέπλους μέλανας ἐξήψω χροός Eur. Hel. 1186; ἐξάψασϑαι κώδωνας Dem. 25, 90, sich Schellen anlegen; σφραγίδια ἐξαψάμενος. sich Petschafte anhängen, am Gurte tragen, Ar. Th. 428; περὶ τὴν κεφαλὴν ἐξήμμεϑα πηνίκην fr. inc. 3; gefangene Schiffe ins Schlepptau nehmen, D. Sic. 14, 74. – Auch = sich an Einen machen, ihn angreifen, τινός, Pol. u. a. Sp.; πολέμου, den Krieg anfangen, D. Hal. 6, 25; anzünden, anstecken, Tim. Locr. 97 e; oft übertr., ἐξημμένος ὑπὸ φιλοσοφίας ὥσπερ πυρός Plat. Ep. VII, 340 b, vgl. Rep. VI, 498 b; ὑπ' ὀργῆς καὶ φιλονεικίας ἐξαφϑέντες D. Hal. 5, 38; ἐξήφϑη πόλεμος Strab. IX, 420; oft bei Ael. u. a. Sp.
-
5 εξαπτω
I1) привязывать, прикреплять(πεῖσμα κίονος Hom.; περίδρομον ἀπὸ δένδρου Xen.; βάρος τί τινι Arst.)
; med. привязывать к себе, брать на буксир(ἐξαπτόμενοι κατῆγον εἰς τέν πόλιν, sc. τὰς ναῦς Diod.) и цепляться, виснуть Hom.
2) (привязав) протягивать(σχοινίον ἐκ νηοῦ ἐς τεῖχος Her.; τῷ καλῴδιον διά τινος Arph.)
3) связывать, соединять(τέν πόλιν τοῦ Πειραιῶς Plat.; ἐξαμμέναι ἐκ σώματος ἐπιθυμίαι Plat.)
ἐξάψαι διαδοχέν τῶν ἀξίων λόγου Diog.L. — продолжать последовательное изложение достопамятных обстоятельств4) связывать, ставить в зависимость5) (логически) связывать, приписывать(τὰ πραττόμενα τῆς τύχης Plut.)
6) надевать, накидывать(πέπλων ἀγάλματα χροός, κόσμον νεκρῷ и βρόχον ἀμφὴ δειρήν Eur.)
; med. надевать на себя(πέπλους χροός Eur.; τι περὴ τέν κεφαλήν Arph.)
κώδωνας ἐξαψάμενος ирон. Dem. — с шумом и треском (досл. обвешавшись колокольчиками)7) прикладыватьγόνασίν τινος ἐ. τὸ σῶμα ἑαυτοῦ Eur. — припадать к чьим-л. коленям;
στόματος ἐ. λιτάς Eur. — произносить мольбы8) med. неотступно следовать, преследовать по пятам(τῆς οὐραγίας τῶν πολεμίων Polyb.)
9) med. приниматься, предприниматьτῶν Ἑλληνικῶν ἐ. Plut. — заняться греческими делами, т.е. принять на себя руководство походом на Грецию
II1) поджигать, воспламенять(ὕλας Plat.)
; pass. загораться, вспыхивать, гореть(πῦρ ἐξάπτεται Arst., Plut.)
2) зажигать, разжигать, возбуждать(ὁρμέν καὴ φιλοτιμίαν Plut.)
ἐξημμένος ὑπὸ τοῦ πάθους Plut. — сгорающий от страсти -
6 κώδων
A bell,ὑπ' ἀσπίδος δὲ τῷ χαλκήλατοι κλάζουσι κ. φόνον A.Th. 386
, cf. 399, E.Rh. 308; χαλκοστόμου κώδωνος ὡς Τυρσηνικῆς, i.e. a trumpet, S.l.c. (where Sch. expl. κώδων as τὸ πλατὺ τῆς σάλπιγγος, i.e. the mouth of the trumpet, cf. Ath.5.185a, Poll.2.203); carried on rounds of inspection to challenge sentries,τοῦ κώδωνος πα ενεχθέντος Th.4.135
;ἐφοδεύειν κώδωνι Plu.Arat.7
, cf. Luc.Merc.Cond.24, Sch.Ar.Av. 843.2 crier's bell, hence ταῦθ' οὗτος μόνον οὐ κώδωνας ἐξαψάμενος διαπράττεται 'is his own trumpeter', D.25.90: metaph., ἡ κ. ἀκαλανθίς ( ὅτι λάλον τὸ ζῷον Sch.) Ar. Pax 1078 (perh. κύων is the true reading, v. App. Prov.1.12); cf. κρόταλον.II = κωδύα, τῆς μήκωνος Dieuch. ap. Orib.4.6.2. -
7 ἐξάπτω
A fasten from or (as we say) to, πεῖσμα νεὸς.. κίονος ἐξάψας μεγάλης having fastened it to a pillar, Od.22.466, cf. Il.24.51;ἐ. τι χροός E. Tr. 1220
;τὴν πόλιν τοῦ Πειραιῶς Plu.Them.19
;ἐ. τι ἔκ τινος Hdt.4.64
;ἀπό τινος X.Cyn.10.7
; alsoἐ. ἐκ τοῦ νηοῦ σχοινίον ἐς τὸ τεῖχος Hdt.1.26
; :— [voice] Pass., περὶ τὴν κεφαλὴν ἐξῆμμαι πηνίκην τινά I have a wig fastened on my head, Id.Fr. 898 (s.v.l.).2 metaph., ἐ. στόματος λιτάς let prayers fall from one's mouth, E.Or. 383; τῆς τύχης ἐ. τὰ πραττόμενα consider actions as dependent upon chance, Plu.Sull.6; ἐ. τὴν διαδοχὴν τῶν ἀξίων λόγου continue the narrative, D.L.8.50; ἐξαμμένος ἐκ σώματος dependent on it, Ti.Locr.102e.3 ἐ. τινί τι place upon,ἱκετηρίαν γόνασιν E.IA 1216
;κόσμον νεκρῷ Id.Tr. 1208
; (lyr.).II [voice] Med., hang by, cling to, πάντες ἐξάπτεσθε all hang on, Il.8.20; ἐ. τῆς οὐραγίας, τῆς πορείας, hang on the enemy's rear, on his line of march, Plb.4.11.6,3.51.2; τῶν πολεμίων, τῆς μάχης, D.S.11.17,13.10;τῶν Ἑλληνικῶν ἐ.
attend to..,Plu.
Them. 31;τοῦ πολέμου D.H.6.25
; cling to an authority, Plu.2.1111f.2 hang a thing to oneself, carry it suspended about one, wear,κώδωνας D.25.90
;πέπλους χροός E.Hel. 1186
; ; also ἐ. ναῦς fasten them to one's own ship, take in tow, D.S.14.74; ἐ. τοὺς ἐραστάς have them hanging about one, Philostr.VA8.7.6, cf. Luc.Am.11.B [voice] Act. also, set fire to, [ ὕλαν] Ti.Locr.97e, cf. Thphr.HP9.8.6, App.Hisp.5.II kindle, inflame,πόλεμον Ael.NA12.35
;πυρετόν Gal.6.240
; of love, Chor. in Rh.Mus.49.495; νόσημα aggravate, Id. in Hermes17.234:—[voice] Pass.,πῦρ ἐ. ἐκ λίθων Arist.PA 655a15
; ὑπὸ φιλοσοφίας ὥσπερ πυρός to be inflamed by.., Pl.Ep. 340b; αὖθις οὐκ -ονται they are not rekindled (like Heraclitus' sun), Id.R. 498b;ὑπ' ὀργῆς ἐξαφθέντες D.H.5.38
;πόλεμος ἐξήφθη Str.9.3.8
; are turned to flame,M.Ant.
4.21. -
8 ἐξάπτω
ἐξ-άπτω, (1) anknüpfen, anhängen; πεῖσμα κίονος ἐξάπτειν, das Seil so an die Säule binden, daß es von dieser herunterhängt; ἐξαμμέναι ἐκ σώματος, daran geknüpft, davon abhängig sein; τῆς τύχης τὰ πραττόμενα, davon abhängig machen; τὴν πόλιν ἐξῆψε τοῦ Πειραιῶς, verband er damit. (2) anlegen, umhüllen; sich woran hängen, πάντες ἐξάπτεσϑε, hängt euch alle daran; häufiger = sich an-, umhängen; ἐξάψασϑαι κώδωνας, sich Schellen anlegen; σφραγίδια ἐξαψάμενος. sich Petschafte anhängen, am Gurte tragen; gefangene Schiffe ins Schlepptau nehmen. Auch = sich an einen machen, ihn angreifen; πολέμου, den Krieg anfangen; anzünden, anstecken -
9 κώδων
κώδων, ωνος, ὁ, Glocke, Schelle; χαλκοστόμου κώδωνος ὡς Τυρσηνικῆς, Trompete; eigtl. τὸ πλατὺ τῆς σάλπιγγος, die Mündung od. das Schallloch derselben; τοῦ κώδωνος παρενεχϑέντος, geht auf die Sitte, bei Untersuchung der Nachtwachen durch die Glocke ein Zeichen zu geben, auf welches sogleich die Wache anrufen mußte, als die Schar mit der Glocke vorbeizog, welche die Runde bei den Posten machte; auch die Wachteln wurden mit einer Glocke geprüft, um ihre Fähigkeit zum Kampfe zu erforschen; ἃ τῶν ἄλλων ἕκαστος ἀψοφητὶ ποιεῖ, ταῦτα οὗτος μόνον οὐ κώδωνας ἐξαψάμενος διαπράττεται, wie unser 'an die große Glocke schlagen'. Übertr., geschwätzig
См. также в других словарях:
κώδωνας — κώδων bell masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώδων — και κώδωνας, ο (AM κώδων, ωνος, Μ και κούδων) μεταλλικό κοίλο όργανο, με ανομοιογενές πάχος, σε σχήμα κόλουρου κώνου, που αναδίδει παλμώδη ήχο όταν χτυπά στα τοιχώματά του γλωσσίδι ή ρόπτρο, το κουδούνι (α. «κι ευήχων κωδώνων ρυθμός πληροί τον… … Dictionary of Greek
NOLA — I. NOLA tintinnabuli parvi genus, quod Polydor. Virg. de Inventor. rerum l. 3. c. 18. dici vult, a Nola Campaniae urbe, cuius Episcopus Paulinus illius fuerit inventor. De quo etiam Franc. Sweerrius Notis in Hier. Magium de Tintinnab. sic ait:… … Hofmann J. Lexicon universale
καμπάνα — Κρουστό ηχητικό όργανο, που αποτελείται από ένα κοίλο σώμα με χαρακτηριστική μορφή, συνήθως από μπρούντζο (περίπου 80% χαλκό και 20% κασσίτερο, ενώ ίχνη από άλλα μέταλλα δίνουν στον ήχο της ειδικούς τόνους). Η κ. αρχίζει να δονείται παλμικά, όταν … Dictionary of Greek
νηκτικός — ή, ό (Α νηκτικός, ή, όν) [νήκτης] 1. αυτός που μπορεί να κολυμπά ή ο ικανός και επιδέξιος στην κολύμβηση 2. αυτός που είναι χρήσιμος στην κολύμβηση, αυτός που υποβοηθεί ή συντελεί στην κολύμβηση νεοελλ. 1. φρ. α) «νηκτική κύστη» ζωολ. γεμάτη… … Dictionary of Greek
σιδηροκιβώτιο — το, Ν 1. σιδερένιο κιβώτιο 2. καταδυτικός κώδωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + κιβώτιο (πρβλ. ξυλο κιβώτιο)] … Dictionary of Greek