-
1 εξαπτω
I1) привязывать, прикреплять(πεῖσμα κίονος Hom.; περίδρομον ἀπὸ δένδρου Xen.; βάρος τί τινι Arst.)
; med. привязывать к себе, брать на буксир(ἐξαπτόμενοι κατῆγον εἰς τέν πόλιν, sc. τὰς ναῦς Diod.) и цепляться, виснуть Hom.
2) (привязав) протягивать(σχοινίον ἐκ νηοῦ ἐς τεῖχος Her.; τῷ καλῴδιον διά τινος Arph.)
3) связывать, соединять(τέν πόλιν τοῦ Πειραιῶς Plat.; ἐξαμμέναι ἐκ σώματος ἐπιθυμίαι Plat.)
ἐξάψαι διαδοχέν τῶν ἀξίων λόγου Diog.L. — продолжать последовательное изложение достопамятных обстоятельств4) связывать, ставить в зависимость5) (логически) связывать, приписывать(τὰ πραττόμενα τῆς τύχης Plut.)
6) надевать, накидывать(πέπλων ἀγάλματα χροός, κόσμον νεκρῷ и βρόχον ἀμφὴ δειρήν Eur.)
; med. надевать на себя(πέπλους χροός Eur.; τι περὴ τέν κεφαλήν Arph.)
κώδωνας ἐξαψάμενος ирон. Dem. — с шумом и треском (досл. обвешавшись колокольчиками)7) прикладыватьγόνασίν τινος ἐ. τὸ σῶμα ἑαυτοῦ Eur. — припадать к чьим-л. коленям;
στόματος ἐ. λιτάς Eur. — произносить мольбы8) med. неотступно следовать, преследовать по пятам(τῆς οὐραγίας τῶν πολεμίων Polyb.)
9) med. приниматься, предприниматьτῶν Ἑλληνικῶν ἐ. Plut. — заняться греческими делами, т.е. принять на себя руководство походом на Грецию
II1) поджигать, воспламенять(ὕλας Plat.)
; pass. загораться, вспыхивать, гореть(πῦρ ἐξάπτεται Arst., Plut.)
2) зажигать, разжигать, возбуждать(ὁρμέν καὴ φιλοτιμίαν Plut.)
ἐξημμένος ὑπὸ τοῦ πάθους Plut. — сгорающий от страсти
См. также в других словарях:
κώδωνας — κώδων bell masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώδων — και κώδωνας, ο (AM κώδων, ωνος, Μ και κούδων) μεταλλικό κοίλο όργανο, με ανομοιογενές πάχος, σε σχήμα κόλουρου κώνου, που αναδίδει παλμώδη ήχο όταν χτυπά στα τοιχώματά του γλωσσίδι ή ρόπτρο, το κουδούνι (α. «κι ευήχων κωδώνων ρυθμός πληροί τον… … Dictionary of Greek
NOLA — I. NOLA tintinnabuli parvi genus, quod Polydor. Virg. de Inventor. rerum l. 3. c. 18. dici vult, a Nola Campaniae urbe, cuius Episcopus Paulinus illius fuerit inventor. De quo etiam Franc. Sweerrius Notis in Hier. Magium de Tintinnab. sic ait:… … Hofmann J. Lexicon universale
καμπάνα — Κρουστό ηχητικό όργανο, που αποτελείται από ένα κοίλο σώμα με χαρακτηριστική μορφή, συνήθως από μπρούντζο (περίπου 80% χαλκό και 20% κασσίτερο, ενώ ίχνη από άλλα μέταλλα δίνουν στον ήχο της ειδικούς τόνους). Η κ. αρχίζει να δονείται παλμικά, όταν … Dictionary of Greek
νηκτικός — ή, ό (Α νηκτικός, ή, όν) [νήκτης] 1. αυτός που μπορεί να κολυμπά ή ο ικανός και επιδέξιος στην κολύμβηση 2. αυτός που είναι χρήσιμος στην κολύμβηση, αυτός που υποβοηθεί ή συντελεί στην κολύμβηση νεοελλ. 1. φρ. α) «νηκτική κύστη» ζωολ. γεμάτη… … Dictionary of Greek
σιδηροκιβώτιο — το, Ν 1. σιδερένιο κιβώτιο 2. καταδυτικός κώδωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + κιβώτιο (πρβλ. ξυλο κιβώτιο)] … Dictionary of Greek