Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κώδυα

См. также в других словарях:

  • κωδύα — κωδύᾱ , κωδύα head fem nom/voc/acc dual κωδύᾱ , κωδύα head fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωδύᾳ — κωδύᾱͅ , κωδύα head fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωδύα — κωδύα, ἡ (Α) η κάψα ορισμένων φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κώδεια] …   Dictionary of Greek

  • κώδυα — κώδυον head neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωδύας — κωδύᾱς , κωδύα head fem acc pl κωδύᾱς , κωδύα head fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωδύαι — κωδύᾱͅ , κωδύα head fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωδύαν — κωδύᾱν , κωδύα head fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωδυῶν — κωδύα head fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωδύαις — κωδύα head fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώδων — και κώδωνας, ο (AM κώδων, ωνος, Μ και κούδων) μεταλλικό κοίλο όργανο, με ανομοιογενές πάχος, σε σχήμα κόλουρου κώνου, που αναδίδει παλμώδη ήχο όταν χτυπά στα τοιχώματά του γλωσσίδι ή ρόπτρο, το κουδούνι (α. «κι ευήχων κωδώνων ρυθμός πληροί τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»