-
1 κώδικας
κώδικας οкодекс –1) книга, описывающая все движимое и недвижимое имущество монастыря;2) рукописная книга с текстами, относящимися к древней или средневековой литературе (церковной или светской) -
2 κώδικας
[-ιξ (-ικος)] ο1) кодекс;ποινικός κώδικας — уголовный кодекс;
2) код;τηλεγραφικός κώδικας — телеграфный код;
3) правила; положение -
3 κώδικας
[кодикас] ουσ α код. -
4 κώδιξ
ο см. κώδικας -
5 νόμος
ο1) закон (в разя, знач);φυσικός νόμος — закон природы;
άγραφος νόμος — неписаный закон;
ερμηνεία τού νόμου — толкование закона;
εκτακτος νόμος — чрезвычайный закон;
κώδικας νόμων — свод законов;
νόμοι της κοινωνικής ανάπτυξης — законы общественного развития;
παραβαίνω τον νόμο — нарушать закон;
δημοσιεύω νόμο — обнародовать закон;
ψηφίζω νόμο — принимать закон;
ακυρώνω τον νόμο — отменять закон;
τούτο έχει ισχύ ν νόμου — это имеет силу закона;
σύμφωνα με το νόμο — в силу закона;
κατά νόμον — по закону;
παρά τον νόμον — вопреки закону;
εκτός νόμου — вне закона;
κατά το γράμμα (τό πνεύμα) τού νόμου — согласно букве (духу) закона;
εν ονόματι τού νόμου — именем закона;
νόμοι της κοινωνικής συμπεριφοράς — нормы общественного поведения;
νόμος της έλξεως ( — или βαρύτητος) — закон всемирного тяготения;
θείος νόμος — церковная заповедь;
νόμος της ποταπαγόρευσης — сухой закон;
2) законоположение, законодательство;ποινικός νόμος — уголовное законодательство;
ο Ρωμαϊκός νόμος — римское право;
§
εξ αυτού οι νόμοι και οι προφήται κρέμονται — всё зависит от него;δεν έχει ούτε πίστη οότε νόμο — у него нет ни чести, ни совести
-
6 ποινικός
η, ό[ν] уголовный;ποινικός κώδικας ( — или κώδιξ) — или ποινικ νόμος — уголовный кодекс;
ποινικό δίκαιο — уголовное право;
ποινική δικονομία — уголовное процессуальное право;
ποινικός κατάδικος — или κατάδικος τού κοινού ποινικού δικαίου — уголовник, уголовный преступник;
ποινική δίωξη — привлечение к уголовной ответственности;
§ ποινική ρήτρα — клаузула (договора)
-
7 τηλεγραφικός
-
8 ηθικός
ηθικός, -ή, -όморальный, нравственный, этический;ΦΡ. -
9 σιναϊτικός
σιναϊτικός, -ή, -όсинайский, относящийся к Синайскому монастырю:συναϊτικός κώδικας ο — синайский кодекс – одна из древнейших сохранившихся рукописей Священного Писания, датируемая концом 4 века от Р.Х. С конца 19 века и по 1933 год находилась в Санкт-Петербурге, с 1933 года находится в Британском музее
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > σιναϊτικός
См. также в других словарях:
κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή … Dictionary of Greek
κώδικας — ο (λ. λατ.) 1. συλλογή νόμων: Υπάρχει ο ιουστινιάνειος κώδικας. 2. σύστημα αρχών και κανόνων που αναφέρονται σε κάποιο θέμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κώδικας, γενετικός — Βλ. λ. γενετικός κώδικας … Dictionary of Greek
Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας — (ΚΟΚ). Νομοθετική ρύθμιση που περιέχει τις κυριότερες διατάξεις για την κίνηση των οχημάτων και τους κανόνες οδήγησης και συμπεριφοράς, κυρίως των οδηγών αλλά και των πεζών, για την εύρυθμη λειτουργία των συγκοινωνιών και την αποφυγή ατυχημάτων.… … Dictionary of Greek
Ναπολεόντειος Κώδικας — Αστικός κώδικας που δημοσιεύτηκε στη Γαλλία το 1804. θεωρείται το σημαντικότερο νομοθετικό έργο του Ναπολέοντα και αποτελείται από 2.281 άρθρα. Διαιρείται σε τρία μέρη: στο δίκαιο των προσώπων, στο δίκαιο του αντικειμένου και των ειδών της… … Dictionary of Greek
γενετικός κώδικας — Φυσικό σύστημα κωδικοποίησης των γενετικών πληροφοριών που συναντάται σε όλους τους οργανισμούς ζώων, φυτών, βακτηριδίων και ιών. Ο κώδικας αυτός βρίσκεται στα γονίδια με τη μορφή νουκλεοτιδίων, οι οποίες αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα αμινοξέα. Ο… … Dictionary of Greek
Αλεξανδρινός κώδικας — Ένα από τα σπουδαιότερα ελληνικά χειρόγραφα της Βίβλου. Ανάγεται στον 5ο αι. μ.Χ., είναι γραμμένο σε μεγαλογράμματη γραφή και προέρχεται από την Αίγυπτο. Περιέχει την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, εκτός από κάποια τμήματα της Γένεσης, του Α’… … Dictionary of Greek
Ερμογενειακός Κώδικας — (Hermogenianus Codex). Συλλογή που περιέχει διατάξεις των αυτοκρατόρων του ρωμαϊκού κράτους. Η συλλογή συντάχθηκε στο Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος από τον νομικό Ερμογένη το 314 324 μ.Χ. και αποτελεί συμπλήρωμα μιας άλλης συλλογής του Γρηγοριανού… … Dictionary of Greek
Σιναϊτικός κώδικας — Αρχαιότατο χειρόγραφο της Αγίας Γραφής, που βρίσκεται, στο μεγαλύτερο μέρος του, στο Βρετανικό Μουσείο … Dictionary of Greek
μικρογραφία — Μικρή εικόνα, ζωγραφισμένη στα παλιά κείμενα, με σκοπό να τα καταστήσει και οπτικά εύληπτα. Η μ. είναι πανάρχαιο είδος. Εμφανίστηκε περίπου πριν από τέσσερις χιλιάδες χρόνια στους παπύρους του Βιβλίου των Νεκρών της αρχαίας Αιγύπτου και ήταν… … Dictionary of Greek
ποινικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποινή, η οποία επιβάλλεται για κολάσιμη πράξη 2. (ειδικά) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αδικήματα για τα οποία επιβάλλονται ποινές από τα δικαστήρια 3. το αρσ. ως ουσ. ο ποινικός ο κρατούμενος στη … Dictionary of Greek