-
21 безнадёжный
безнадёжный απελπιστι κός \безнадёжныйое положение η απελπιστική κατάσταση* * *безнадёжное положе́ние — η απελπιστική κατάσταση
-
22 бодрый
-
23 географический
-
24 гимнастический
гимнастический γυμναστι κός· \гимнастический зал το γυμναστήριο· \гимнастическийие снаряды τα γυμναστικά όργανα· \гимнастическийие упражнения οι γυμναστικές ασκήσεις* * *гимнасти́ческий зал — το γυμναστήριο
гимнасти́ческие снаря́ды — τα γυμναστικά όργανα
гимнасти́ческие упражне́ния — οι γυμναστικές ασκήσεις
-
25 годовой
годовой ετήσιος, χρονιάτι κος \годовой отчёт о ετήσιος απο λογισμός* * *ετήσιος, χρονιάτικοςгодово́й отчёт — ο ετήσιος απολογισμός
-
26 детский
детский παιδικός βρεφι κός \детский сад о παιδικός σταθ μός \детский дом το ορφανοτρο φείο \детский врач о παιδίατρος* * *παιδικός; βρεφικόςде́тский сад — ο παιδικός σταθμός
де́тский дом — το ορφανοτροφείο
де́тский врач — ο παιδίατρος
-
27 дом
дом м 1) το σπίτι жилой \дом η κατοικία многоэтажный \дом η πολυκατοικία 2) (учреж дение) το χτίριο \дом учёных о οίκος του επιστήμονα \дом культуры το σπίτι πολιτισ μού \дом отдыха το σπίτι ανά παυσης, το αναπαυτήριο' \дом пионеров το μέγαρο των πιο νέρων торговый \дом о εμπορι κός είκος \дом для престаре лых το γηροκομείο* * *м1) το σπίτιжило́й дом — η κατοικία
многоэта́жный дом — η πολυκατοικία
2) ( учреждение) το χτίριοдом учёных — ο οίκος του επιστήμονα
дом культу́ры — το σπίτι πολιτισμού
дом о́тдыха — το σπίτι ανάπαυσης, το αναπαυτήριο
дом пионе́ров — το μέγαρο των πιονέρων
торго́вый дом — ο εμπορικός είκος
дом для престаре́лых — το γηροκομείο
-
28 законодательный
законодательный νομοθετι κός \законодательныйая власть η νομοθετική εξουσία* * *законода́тельная власть — η νομοθετική εξουσία
-
29 закономерный
-
30 знаменательный
знаменательный σημαντι κός* \знаменательныйая дата η σημαντική ημερομηνία* * *знамена́тельная да́та — η σημαντική ημερομηνία
-
31 индустриальный
-
32 иностранный
иностранный ξένος; εξωτερι κός; \иностранный язык η ξένη γλώσσα* * *ξένος; εξωτερικόςиностра́нный язы́к — η ξένη γλώσσα
-
33 инфекционный
-
34 банковский
банковскийприл τραπεζι(τι)κός:\банковский капитал τό τραπεζιτικό[ν] κεφάλαιο[ν]; \банковский билет τό χαρτονόμισμα, τό τραπεζογραμμάτιο[ν]. -
35 внеслужебный
внеслужебныйприл ὁ ἐξωυπηρεσια-κός:\внеслужебныйое время οἱ ἐλεύθερες ὠρες, ὁΐ ὠρες μετά τή δουλειά. -
36 волочильный
волочи́льныйприл тех. συρματουργι-κός:\волочильный станок ὁ συρματωτήρ. -
37 восторженный
восторженн||ыйприл ἐνθουσιώδης, ἐνθουσιασμένος, ἐκστατι κός:\восторженныйый человек ὁ ἐνθουσιώδης ἀνθρωπος. -
38 гелиоцентрический
гелиоцентрическийприл ήλιοκεντρι-κός. -
39 граненый
граненыйприл λαξευμένος, πολυεδρι-κός:\граненый стакан τό πολυεδρικό ποτήρι· \граненый хрусталь τό λαξευμένο κρύσταλλο. -
40 дилетантский
дилетант||скийприл ἐρασιτεχνικός, ἀπειρότεχνος, ντιλετταντι-κός.
См. также в других словарях:
ραδιογωνι(α)κός — ή, ό, Ν ο ραδιογωνιομετρικός … Dictionary of Greek
εποχι(α)κός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στις εποχές ή μεταβάλλεται μαζί τους: Εποχικές διακυμάνσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πνύξ — κός, η, ΝΜΑ, και Πνύκα, Ν, και Πνύξ, Πυκνός, Α βραχώδες ημικυκλικό ύψωμα ανάμεσα στον λόφο τών Νυμφών και τον λόφο τών Μουσών, όπου γίνονταν οι συνεδριάσεις τής εκκλησίας τού δήμου τών Αθηναίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπωνύμιο άγνωστης ετυμολ. που ανάγεται… … Dictionary of Greek
προίξ — κός, ιων. τ. πρόϊξ, ἡ, Α βλ. προίκα … Dictionary of Greek
γεγηρακός — γεγηρᾱκός , γηράσκω grow old perf part act neut nom/voc/acc sg (attic) γεγηρᾱκός , γηράω grow old perf part act neut nom/voc/acc sg (attic) γεγηρᾱκός , γηράω grow old perf part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
kā̆ u-, kē̆ u-, kū- — kā̆ u , kē̆ u , kū English meaning: to howl Deutsche Übersetzung: ,heulen” Note: onomatopoeic words, partly with anlaut. k, partly with k̂. Material: O.Ind. kü uti ‘shouts, howls”, Intens. kōkūyate ‘schreit, sounds, seufzt”… … Proto-Indo-European etymological dictionary
ЭМПЕДОКЛ — • Empedŏcles, Έμπεδοκλη̃ς, философ, происходил из богатой и знатной фамилии в Агригенте, родился около 490 г. до н. э. Его отец Метон участвовал в изгнании тирана Фрасидея 470 г. до н. э.; он сам в 444 г. до н. э. свергнул… … Реальный словарь классических древностей
προκάς — άδος, ἡ, Α είδος ζαρκαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προκάς προήλθε από το πρόξ, κός «είδος ζαρκαδιού» + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. δόρξ, κός: δορκάς)] … Dictionary of Greek
όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… … Dictionary of Greek
kʷo-, kʷe-, fem. kʷā; kʷei- — kʷo , kʷe , fem. kʷā; kʷei English meaning: indefinite/interrogative pronominal base Deutsche Übersetzung: die betonten Formen sind Interrogativa, die unbetonten Indefinita Grammatical information: (presumably einst only in nom.… … Proto-Indo-European etymological dictionary
perk̂-2, prek̂- — perk̂ 2, prek̂ English meaning: spotted Deutsche Übersetzung: “gesprenkelt, bunt”, often zur Bezeichnung gesprenkelter, farbig getupfter Tiere Material: With n formant: O.Ind. pr̥sni “mottled, speckled, *tabby, varicolored”, Gk.… … Proto-Indo-European etymological dictionary