-
81 хамский
хам||скийприл разг ἀναιδής, ἀγροΐ-κος. -
82 хореографический
хореографическийприл χορογραφι-κός. -
83 целебный
целебн||ыйприл θεραπευτικός, ίαματι· κός:\целебный источник ἡ ἱαματική πηγή· \целебныйые травы τά βότανα, τα βοτάνια· \целебныйое средство τό φάρμακο. -
84 югославский
югослав||скийприл γιουγκοσλαυι-κός, νοτιοσλαυικός. -
85 0. приклеивание, наклеивание, επ.κολλώ
[эпиколло] р. приклеивать, наклеивать, επ.κός [эпикос] εκ. эпический, επ.κράτεια [эпикратиа] ουσ. Θ. держава, государство, επ.κράτηση [эпикратиси] ουσ. Θ. преобладание, перевес, επ.κρατώ [эпикрато] р. преобладать, господствовать, επ.κρίνω [эпикрино] р. осуждать, критиковать, επ.κριση [эпикриси] ουσ. Θ. осуждение, критика, επ.κράτηση [эпикротитси] ουσ. Θ. рукоплескание, громкое одобрение. επ.κροτώ [эпикрото] р. рукоплескать, громко одобрить, επ.κύρωση [эпикироси] ουσ. Θ. утверждение επ.κυρώνω [эпикироно] р. узаконивать επ.λέγω [эпилэго] р. избирать, отбирать. επ.λεκτος [эпилэктос] εκ. отборный, лучший, επ.λογή [эпилоги] ουσ. Θ. выбор, отбор, επ.λογος [эпилогос] ουσ. а. заключение, эпилог. επ.λυση [эпилиси] ουσ. Θ. решение, разрешение, επ.λύω [эпилио] р. решать, разрешать. επ.μέλεια [эпимэлиа] ουσ. Θ. усердие, прилежание, επ.μελής [эпимэлис] εκ. усердный, прилежный, επ.μελητήριο [эпимелитирио] ουσ. о. институт επ.μένω [эпимэно] р. упорствовать, настаивать, επ.μήκης [эпимикис] εκ. продолговатый, удлиненный, επ.μηκύνω [эпимикино] р. удлинять. επ.μιξία [эпимиксиа] ουσ. Θ. постояное общение επ.μονή [эпимони] ουσ. Θ. упорство, настойчивость, επ.μονος [эпимонос] εκ. упорный, настойчивый, επ.μοχθος [эпимохтос] εκ. тяжелый, трудный, επ.νόημα [эпиноима] ουσ. о. изобретение, выдумка επ.νοητικός [эпиноитикос] εκ. изобретательный, находчивый, επ.νοώ [эпиноо] р. изобретать, выдумывать, επ.πεδο [эпипэдо] ουσ. о. горизонтальная плоскость, уровень. επ.πεδος [эпнпэдос] εκ. плоский, ровный, επ.πλέον [эпиплэон] εκίρ. кроме того. επ.πλέω [эпиплэо] р. держаться на поверхности воды, επ.πληξη [эпипликси] ουσ. Θ. выговор, порицание, επ.πλήττω [эпиплитго] р. делать выговор,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > 0. приклеивание, наклеивание, επ.κολλώ
-
86 дьякон
[ντ'γιάκαν] ουσ. α διά κος -
87 одобрительный
[ανταμπρίτιλ'νυϊ] εκ. επιδοκιμαστικός συναινετι* κός -
88 флексия
[φλιέκσυγια] ουσ. θ.κός (γραμ.) κλίσηфонарь [φανάρ'] ουσ. α φανάρι -
89 дьякон
[ντ'γιάκαν] ουσ α διά κος -
90 одобрительный
[ανταμπρίτιλ'νυϊ] επ επιδοκιμαστικός συναινετι* κός -
91 заплечный
επ.πίσω του ώμου•заплечный мешок σάκ-κος, σακκίδιο, -ούλίι.
εκφρ.- ое дело – (παλ.) το επάγγελμα του δήμιου•заплечный мастер – (παλ.) δήικος, μακελάρης. -
92 знобкий
επ., βρ: -бок, -бка.-бко.1. ριγηλός• τρεμουλιάρης, ευαίσθητος στο κρύο.2. κρύος και διαπεραστικός•знобкий ветер διαπεραστώ κός αέρας.
-
93 изъяснительный
επ. παλ. εξηγηματικός, επεξηγηματικός, διευκρινητικός, αποσαφηνιΐ,τι.-κός. -
94 исторический
επ.ιστορικός•исторический процесс ιστορική εξέλιξη•
-ие памнятники ιστορινά μνημεία•
-ое значение ιστορική σημασία•
факт ιστορικό γεγονός•
-ие события ιστορικά γεγονότα•
-ое лицо ιστορικό πρόσωπο•
-ая дата ιστορική ημερομηνία (μέρα)•
исторический роман ιστορικό μυθιστόρημα•
исторический материализм ιστορι κός υλισμός.
-
95 кляузный
επ.κακολόγος, δυσφημηστικός, αδικοβγάλτης, κουρκουσούρικος, κουτσομπόλι,κος. -
96 меньшевик
-а α.-ичка. -и θ.ενσεβί-κος, -α. -
97 металлопромышленный
επ.μεταλλοβιομηχανι-κός•металлопромышленный район μεταλλοβιομηχανική περιοχή.
-
98 мостовина
-ы θ.γεφυροσανίδα• γεφυροδο-κός. -
99 наушнический
επ.του ωτακουστή, του καταδότη, χαφιεδι,κός. -
100 национально-освободительный
επ.εθνικοαπελευθερωτικός•-ая воина εθνικοαπελευθερω-κός πόλεμος.
Большой русско-греческий словарь > национально-освободительный
См. также в других словарях:
ραδιογωνι(α)κός — ή, ό, Ν ο ραδιογωνιομετρικός … Dictionary of Greek
εποχι(α)κός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στις εποχές ή μεταβάλλεται μαζί τους: Εποχικές διακυμάνσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πνύξ — κός, η, ΝΜΑ, και Πνύκα, Ν, και Πνύξ, Πυκνός, Α βραχώδες ημικυκλικό ύψωμα ανάμεσα στον λόφο τών Νυμφών και τον λόφο τών Μουσών, όπου γίνονταν οι συνεδριάσεις τής εκκλησίας τού δήμου τών Αθηναίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπωνύμιο άγνωστης ετυμολ. που ανάγεται… … Dictionary of Greek
προίξ — κός, ιων. τ. πρόϊξ, ἡ, Α βλ. προίκα … Dictionary of Greek
γεγηρακός — γεγηρᾱκός , γηράσκω grow old perf part act neut nom/voc/acc sg (attic) γεγηρᾱκός , γηράω grow old perf part act neut nom/voc/acc sg (attic) γεγηρᾱκός , γηράω grow old perf part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
kā̆ u-, kē̆ u-, kū- — kā̆ u , kē̆ u , kū English meaning: to howl Deutsche Übersetzung: ,heulen” Note: onomatopoeic words, partly with anlaut. k, partly with k̂. Material: O.Ind. kü uti ‘shouts, howls”, Intens. kōkūyate ‘schreit, sounds, seufzt”… … Proto-Indo-European etymological dictionary
ЭМПЕДОКЛ — • Empedŏcles, Έμπεδοκλη̃ς, философ, происходил из богатой и знатной фамилии в Агригенте, родился около 490 г. до н. э. Его отец Метон участвовал в изгнании тирана Фрасидея 470 г. до н. э.; он сам в 444 г. до н. э. свергнул… … Реальный словарь классических древностей
προκάς — άδος, ἡ, Α είδος ζαρκαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προκάς προήλθε από το πρόξ, κός «είδος ζαρκαδιού» + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. δόρξ, κός: δορκάς)] … Dictionary of Greek
όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… … Dictionary of Greek
kʷo-, kʷe-, fem. kʷā; kʷei- — kʷo , kʷe , fem. kʷā; kʷei English meaning: indefinite/interrogative pronominal base Deutsche Übersetzung: die betonten Formen sind Interrogativa, die unbetonten Indefinita Grammatical information: (presumably einst only in nom.… … Proto-Indo-European etymological dictionary
perk̂-2, prek̂- — perk̂ 2, prek̂ English meaning: spotted Deutsche Übersetzung: “gesprenkelt, bunt”, often zur Bezeichnung gesprenkelter, farbig getupfter Tiere Material: With n formant: O.Ind. pr̥sni “mottled, speckled, *tabby, varicolored”, Gk.… … Proto-Indo-European etymological dictionary