-
101 нефтепромышленный
επ.πετρελαιοβιομηχανι-κός•нефтепромышленный район πετρελαιοβιομηχανική περιοχή.
-
102 обличительный
επ.επικριτικός, κατακριτι-κός, στηλιτευτικός, κατηγορητικός. -
103 обтюраторный
-
104 общеобязательный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноυποχρεωτικός για όλους, πανυποχρεωτι-κός. -
105 отступнический
επ.αποστατικός, εξωμοτι-κός, αλλαξόπιστος, αρνησιθρήσκος. || του αρνητή, του απαρνητή. -
106 отчётно-выборный
επ.εκλογικοαπολογιστι-κός•-ое собрание εκλογικοαπολογιστική συνέλευση (αρχαιρεσίες).
-
107 поговорочный
επ.γνωμικός, αποφθεγγματι-κός, ρητός•-ое выражение αποφθεγγματική έκφραση (ρητό).
-
108 предвесенний
-яя, -ееεπ.προανοιξιάτι-κος. -
109 примитив
-а α.το αρχικό, το αρχέγονο, το το πρωτόγονο.(Τέχνη) αρχαϊκός, παλακός•-ы (διεθνής όρος) αρχικοί, πριμιτίβοι.
-
110 провокаторский
επ.προβοκατορικός, -τόρι-κος• προκλητικός. -
111 резонёрский
επ.διδαχτικός, διδασκαλιστι-κός, κατηχητικός• ηθικοπλαστικός. -
112 рококо
ουδ. άκλ. ροκοκό (ρυθμός αρχτ-κός). -
113 сандаловый
κ. санталовыйεπ.1. σανταλι-κός, του σάνταλου, από σάνταλο.2. πλθ. -ые -ых τα σανταλοειδή (φυτά). -
114 свежий
επ., βρ: свеж, -а, -о.1. φρέσκος, νωπός•-ее мясо φρέσκο κρέας•
-ее масло το φρέσκο βούτυρο•
-ие яйца φρέσκα αυγά.• -ая рыба φρέσκο ψάρι•
-ие огурцы φρέσκα αγγουράκια.
|| αχρησιμοποίητος•-ие простыни φρεσκοπλυμένα σεντόνια•
запрягать -их лошадей ζεύω ξεκούραστα άλογα.
|| καθαρός•выходить на свежий воздух βγαίνω στον καθαρό (φρέσκο) αέρα.
|| μτφ. αναζωογονεμένος, φρεσκάτος•я проснулся совсем свежий ξύπνησα εντελώς φρεσκάτος.
2. κρυαδεράς, κρυούτσικος, ψυχρουτσι-κος•ночь была -а η νύχτα ήταν κρυαδερή.
|| νεαρός, τρυφερός•-ая листва φρέσκο φύλλωμα.
|| μτφ. με ζωντάνια• ζωηρός.3. γερός, με ευεξία.4. πρόσφατος (όχι παλαιός)•след φρέσκο ίχνος•
-ая могила φρέσκος τάφος•
свежий номер журнала τελευταίο νούμερο του περιοδικού•
-ие новости οι τελευταίες ειδήσεις.
|| καινούριος, νέος, άγνωστος, πρω-τοείδωτος, πρωτοφανέρωτος. -
115 смешливый
επ., βρ: -лив, -а, -оγελοίος, γελαστικός, γελασιάρ ΐ,κος. || φιλόγελος, γε-λωτομανής. -
116 смотрительский
επ.εποπτικός, επιτηρητι-κός•-ые должности καθήκοντα επιτηρητή.
-
117 солдафонский
επ.του καραβάνα, σακαράκι-κος•-ое поведение σακαράκικη συμπεριφορά.
-
118 сотрясательный
επ.δονητικός, κλονιστι-κός, κραδαστικός• παλμικός, -μώδης. -
119 столярный
επ.1. ξυλουργικός, μαραγκίστι-κος•-ое изделие ξυλουργικό έργο (είδος)•
-ая мастерская ξυλουργείο, μαραγκούδικο•
-ые инструменты εργαλεία ξυλουργού.
2. ουσ. θ. столярныйая ξυλουργείο, μαραγκούδικο. -
120 сухолюбивый
επ., βρ: -бив, -а, -оξηρι-κός, ανθεκτικός στην ξηρασία.
См. также в других словарях:
ραδιογωνι(α)κός — ή, ό, Ν ο ραδιογωνιομετρικός … Dictionary of Greek
εποχι(α)κός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στις εποχές ή μεταβάλλεται μαζί τους: Εποχικές διακυμάνσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πνύξ — κός, η, ΝΜΑ, και Πνύκα, Ν, και Πνύξ, Πυκνός, Α βραχώδες ημικυκλικό ύψωμα ανάμεσα στον λόφο τών Νυμφών και τον λόφο τών Μουσών, όπου γίνονταν οι συνεδριάσεις τής εκκλησίας τού δήμου τών Αθηναίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπωνύμιο άγνωστης ετυμολ. που ανάγεται… … Dictionary of Greek
προίξ — κός, ιων. τ. πρόϊξ, ἡ, Α βλ. προίκα … Dictionary of Greek
γεγηρακός — γεγηρᾱκός , γηράσκω grow old perf part act neut nom/voc/acc sg (attic) γεγηρᾱκός , γηράω grow old perf part act neut nom/voc/acc sg (attic) γεγηρᾱκός , γηράω grow old perf part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
kā̆ u-, kē̆ u-, kū- — kā̆ u , kē̆ u , kū English meaning: to howl Deutsche Übersetzung: ,heulen” Note: onomatopoeic words, partly with anlaut. k, partly with k̂. Material: O.Ind. kü uti ‘shouts, howls”, Intens. kōkūyate ‘schreit, sounds, seufzt”… … Proto-Indo-European etymological dictionary
ЭМПЕДОКЛ — • Empedŏcles, Έμπεδοκλη̃ς, философ, происходил из богатой и знатной фамилии в Агригенте, родился около 490 г. до н. э. Его отец Метон участвовал в изгнании тирана Фрасидея 470 г. до н. э.; он сам в 444 г. до н. э. свергнул… … Реальный словарь классических древностей
προκάς — άδος, ἡ, Α είδος ζαρκαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προκάς προήλθε από το πρόξ, κός «είδος ζαρκαδιού» + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. δόρξ, κός: δορκάς)] … Dictionary of Greek
όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… … Dictionary of Greek
kʷo-, kʷe-, fem. kʷā; kʷei- — kʷo , kʷe , fem. kʷā; kʷei English meaning: indefinite/interrogative pronominal base Deutsche Übersetzung: die betonten Formen sind Interrogativa, die unbetonten Indefinita Grammatical information: (presumably einst only in nom.… … Proto-Indo-European etymological dictionary
perk̂-2, prek̂- — perk̂ 2, prek̂ English meaning: spotted Deutsche Übersetzung: “gesprenkelt, bunt”, often zur Bezeichnung gesprenkelter, farbig getupfter Tiere Material: With n formant: O.Ind. pr̥sni “mottled, speckled, *tabby, varicolored”, Gk.… … Proto-Indo-European etymological dictionary