-
1 карта
карта ж 1) ο χάρτης* географическая \карта о γεωγραφικός χάρτης 2) (игральная ) το τραπουλόχαρτο колодакарт η τράπουλα* * *ж1) ο χάρτηςгеографи́ческая ка́рта — ο γεωγραφικός χάρτης
2) ( игральная) το τραπουλόχαρτοколо́да карт — η τράπουλα
-
2 география
η γεωγραφίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > география
-
3 карта
ο χάρτηςмагнитная вчт. - η μαγνητική καρτέλλαрельефная - см. анаглифическая -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > карта
-
4 меридиан
геогр. о μεσημβρινόςнебесный астр. - ουράνιος -основной - см. главный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > меридиан
-
5 параллель
1. геогр. ο/η παράλληλος 2. мат. η παράλληλος (ευθεία) 3. (сопоставление, сравнение) о παραλληλισμός, ησύγκριση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > параллель
-
6 полюс
1. (точка пересечения воображаемой оси вращения Земли с земной поверхностью) о πόλος 2. (вывод, зажим) о πόλος, ο ακροδέκτης-возбуждения эл. - της διέγερσηςглавный - эл. κύριος -дополнительный - эл. βοηθητικός -, ενδιάμεσος -основной эл. - главный -отрицательный - эл. αρνητικός -положительный - эл. θετικός -разноимённый - ετερώνυμος -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полюс
-
7 экватор
геогр. о ισημερινόςнебесный - астр. ουράνιος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экватор
-
8 географический
-
9 географический
гео́гр||афи́ческийприл γεωγραφικός. -
10 карта
карт||аж1. ὁ χάρτης:географическая \карта ὁ γεωγραφικός χάρτης· морская \карта ὁ ναυτικός χάρτης· \карта звездного неба ὁ οὐράνιος χάρτης· \карта полушарий ὁ χάρτης τῶν δύο ἡμισφαιρίων2. (игральная) τό τραπουλοχαρτο[ν], τό παιγνιόχαρτο[ν]:колода карт ἡ τράπουλα· тасовать \картаы ἀνακατεύω τά χαρτιά· сдавать \картаы μοιράζω χαρτιά· играть в \картаы παίζω χαρτιά· гадать на \картаах μαντεύω στά χαρτιά· ◊ спутать чьй-л, \картаы χαλνῶ τά σχέδια κάποιου· ставить все на \картау τά παίζω ὅλα γιά ὅλά раскрыть свой \картаы φανερώνω τίς προθέσεις μου. -
11 географический
επ.γεωγραφικός•-ая карта мира παγκόσμιος χάρτης•
-ая среда το γεωγραφικό περιβάλλον.
-
12 двухвёрстка
-и θ.γεωγραφικός χάρτης με κλίμακα δυό βέρστες σε μια ίντσα. -
13 карта
-ы θ.1. χάρτης•географическая γεωγραφικός χάρτης•
этнографическая карта εθνογραφικός χάρτης•
политическая карта мира παγκόσμιος πολιτικός χάρτης•
карта земных полушарий χάρτης των δύο ημισφαιρίων•
морская карта ναυτικός χάρτης.
2. παλ. κατάλογος φαγητών.3. παλ. καρτ-ποστάλ.4. χαρτί, παιγνιόχαρτο, τραπουλόχαρτο•сдавать -ы μοιράζω (κάνω) χαρτιά•
играть в карты παίζω χαρτιά•
простая карта απλό χαρτί (όχι φιγούρα)•
гадать по –ам Χαρτοσκοπώ, ρίχνω τα χαρτιά•
ему везёт в -ы είναι τυχερός στα χαρτιά.
εκφρ.последняя – το τελευταίο χαρτί (τελευταία προσπάθεια ή δυνατότητα)•карта бита ή убита – χρεοκόπησε, απότυχε οικτρά (σχέδιο, σκοπός κ.τ.τ.)• раскрыть ή открыть -ы παίζω με ανοιχτά χαρτιά (δεν κρύβω τίποτε)•смешать ή спутать чьи -ы – χαλνώ τα σχέδια κάποιου•ставить жизнь на -у – παίζω τη ζωή κορόνα-γράμματα•он всё поставил на -у – αυτός τά παίξε όλα για όλα•стоять на -е – υπόκειμαι σε μεγάλο κίνδυνο. -
14 ландкарта
-ы θ. παλ. γεωγραφικός χάρτης. -
15 параллель
-и θ. (μαθ.) η παράλληλη (γραμμή)•провести параллель φέρω (τραβώ) παράλληλη.
|| ο γεωγραφικός παράλληλος. || παραλληλισμός, παραβολή, σύγκριση, αντιπαράθεση. -
16 пятивёрстка
-и θ.γεωγραφικός χάρτης πέντε βερστιών. -
17 страноведческий
επ.γεωγραφικός. -
18 чертёж
-тежа α.σχέδιο, διάγραμμα. || παλ. γεωγραφικός χάρτης.
См. также в других словарях:
γεωγραφικός — geographical masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωγραφικός — ή, ό (AM γεωγραφικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γεωγραφία αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γεωγραφικά πραγματεία με γεωγραφικό θέμα 2. «γεωγραφικός πίναξ» ο γεωγραφικός χάρτης 3. το θηλ. η γεωγραφική (ενν. τέχνη) η γεωγραφία … Dictionary of Greek
γεωγραφικός — ή, ό ο σχετικός με τη γεωγραφία: Γεωγραφικό μήκος. – Γεωγραφικό πλάτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεωγραφικά — γεωγραφικός geographical neut nom/voc/acc pl γεωγραφικά̱ , γεωγραφικός geographical fem nom/voc/acc dual γεωγραφικά̱ , γεωγραφικός geographical fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωγραφικῶν — γεωγραφικός geographical fem gen pl γεωγραφικός geographical masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωγραφικόν — γεωγραφικός geographical masc acc sg γεωγραφικός geographical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορδιλιέρα — Γεωγραφικός όρος που προέρχεται από την ισπανική λέξη cordillera (ορεινή αλυσίδα) και χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορεινών συστημάτων που περιλαμβάνουν πολλές οροσειρές. Η ονομασία κ. έχει δοθεί ειδικά στο ορεινό σύστημα των Άνδεων και σε … Dictionary of Greek
Ινδίες — Γεωγραφικός όρος, σπάνια χρησιμοποιούμενος πλέον, ο οποίος υποδηλώνει δύο μεγάλες περιοχές, πολύ απομακρυσμένες μεταξύ τους: μία στη νοτιοανατολική Ασία, που ονομάζεται Ανατολικές Ινδίες, και μία στην Κεντρική Αμερική, που ονομάζεται Δυτικές… … Dictionary of Greek
Υπερκαυκασία — Γεωγραφικός όρος, που δεν χρησιμοποιείται συχνά σήμερα. Δηλώνει τις περιοχές που βρίσκονται στα Ν του Μεγάλου Καύκασου και περιλαμβάνει τη Γεωργία, την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν. Το κλίμα της περιοχής είναι ήπιο, επειδή η ψηλή οροσειρά την… … Dictionary of Greek
γεωγραφικοῖς — γεωγραφικός geographical masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωγραφικοῦ — γεωγραφικός geographical masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)