Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κόρυϑα

См. также в других словарях:

  • κόρυθα — κόρυς helmet fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυθάικα — κορυθά̱ϊ̱κα , κορυθάιξ helmet shaking masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυθάικες — κορυθά̱ϊ̱κες , κορυθάιξ helmet shaking masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυθάικι — κορυθά̱ϊ̱κι , κορυθάιξ helmet shaking masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυθάικος — κορυθά̱ϊ̱κος , κορυθάιξ helmet shaking masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυθάιξ — κορυθά̱ϊ̱ξ , κορυθάιξ helmet shaking masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυθ' — κόρυθε , κόρυθος crested masc voc sg κόρυθα , κόρυς helmet fem acc sg κόρυθι , κόρυς helmet fem dat sg κόρυθε , κόρυς helmet fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»