-
1 κόνιι
κόνιςdust: fem dat sg (epic doric ionic aeolic) -
2 κόνις
κόνις, ιος, [dialect] Att. εως or εος E.Cyc. 641, ἡ: dat. κόνι [var] contr. fr. κόνιι, Il. 24.18, Od.11.191, [dialect] Att. κόνει:—A dust,κόνιος δεδραγμένος Il.13.393
; as an emblem of a countless multitude,εἴ μοι τόσα δοίη ὅσα ψάμαθός τε κ. τε 9.385
;κ. δέ σφ' ἀμφιδεδήει Hes.Sc.62
;κόνιν, ἄναυδον ἄγγελον στρατοῦ A.Supp. 180
; αἷμα κ. πίνει, ἀνασπᾷ, Id.Th. 736 (lyr.), Eu. 647;κ. διψία S.Ant. 247
, 429; of the grave,κ. κατακρύπτει χάριν Pi.O.8.79
, cf. S.OC 406, El. 435, etc.; κόνει φύρειν κάρα, in sign of mourning, E.Hec. 496; ἡ ἐπίχρυσος κ. gold dust, Poll.7.97.2 ashes, ἐν κόνι ἄγχι πυρός Od.l.c.;κόνιν αἰθαλόεσσαν χεύατο κὰκ κεφαλῆς Il.18.23
, cf. Theoc.24.93.
См. также в других словарях:
κόνιι — κόνις dust fem dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)