-
1 κόμμι
Grammatical information: n.Meaning: `India-rubber' (Hdt., Hp., Arist., Thphr.);Derivatives: κομμίδιον (Hippiatr., sch.), κομμι(δ)ώδης `rubber-like' (Arist., Thphr.), κομμίζω `be like k.' (Dsc.).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Egypt.Etymology: From Egypt. kemai, kema, kmjt, Copt. kommi (Schrader-Nehring Reallex. 1, 417). From κόμμι Lat. cummi(s), younger gummi; from there the Europ. forms. Independent loans from Egyptian (Fohalle Mélanges Vendryes 171; cf. Kretschmer Glotta 16, 166) would hardly have resulted in the same form in both languages.Page in Frisk: 1,909Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόμμι
-
2 κομμι
-
3 κόμμι
κόμμι, τό, Gummi; indeklinabel bei Hippocr.; Her. 2, 86 (wo v. l. κόμμιδι, s. B. A. 104) und 96; Diosc.; τοῦ κόμμεως Schol. Nic. Al. 99; κόμμει Galen.; so auch bei a. Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 289; τῇ κόμμει Strab. XII, 570. – Es ist ein Fremdwort, Ath. II, 66 f; vgl. noch Arist. Meteorl. 4, 10 und Strab. XVII, 809.
-
4 κόμμι
κόμμιgum: neut nom /voc /acc sg -
5 κόμμι
κόμμῐ, τό,A gum, Hdt.2.86,96, Hp.Art.33, etc.; obtained from Acacia arabica, Thphr.HP9.1.3, Dsc.1.101.—Foreign word, Ath.2.66f, prob. Egypt. kemai, commonly indecl., as in Il.cc., Gal.18(1).808; also declined, gen.κόμμεως Hp.Mul.2.192
, Gal.10.374; dat.κόμμει Str.12.7.3
(fem.), Dsc.1.66, Gal.12.718,κόμμιδι Crobyl.10
, v.l. Hdt.2.86 (ap.AB104). -
6 κόμμι
κόμμι, τό, Gummi -
7 κόμμι
-
8 κόμμι
la gomma -
9 κομμι-ώδης
κομμι-ώδης, ες, = κομμιδώδης, Arist. H. A. 9, 41.
-
10 gummi
gummi, indécl. n. (gummis, is, f.) gomme, suc végétal (visqueux). - [gr]gr. κόμμι. - ou cummi (cummis, is). - Plin. 16, 26, 45, § 108; 24, 1, 1, § 3; 13, 12, 26, § 66; Col. 12, 52, 16, etc.* * *gummi, indécl. n. (gummis, is, f.) gomme, suc végétal (visqueux). - [gr]gr. κόμμι. - ou cummi (cummis, is). - Plin. 16, 26, 45, § 108; 24, 1, 1, § 3; 13, 12, 26, § 66; Col. 12, 52, 16, etc.* * *Gummi, neut. gen. indeclinabile, et haec Gummis. Plin. Gomme. -
11 κόμμ'
κόμμα, κόμμαstamp: neut nom /voc /acc sgκόμμι, κόμμιgum: neut nom /voc /acc sg -
12 cummi
cummi (commi, gummi), n. indecl. (κόμμι, το) u. cummis (commis, gummis), is, Akk. im, Abl. ī u. (selten) e, Genet. Plur. ium, f., Gummi ( nicht Harz), cummi Alexandrinum, Scrib.: cummis optima, pura, Plin.: cummis Alpina, Cinna fr.: cummis Alexandrina, Scrib.: cummim indito, Cato: dolia crassā gummi linere, Col. – / griech. Genet. gummeos, Mart. Cap. 3. § 225. – spät. Nbf. gumen, Pallad. 12, 7, 5 u. Isid. 17, 7, 70: Nbf. gummus, Gargil. Mart. de pom. 16. – Vgl. Georges Lexik. der lat. Wortf. S. 184.
-
13 κομμιωδης
-
14 гуммиарабик
το αραβικό κόμμι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гуммиарабик
-
15 гуммилак
το λάκκειο κόμμι, η λάκη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гуммилак
-
16 гуммирование
η ρητίνωση, η κομμίωση-ть καλύπτω με κόμμι/λάστιχοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гуммирование
-
17 гуммировка
η κάλυψη με κόμμι/λάστιχο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гуммировка
-
18 камедь
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > камедь
-
19 прорезинивание
(напр. ткани) о (δια)εμποτισμός με κόμμι, η περιβολή του ελαστικούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прорезинивание
-
20 прорезинивать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прорезинивать
См. также в других словарях:
κόμμι — gum neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμμι — το (Α κόμμι, εως) ιξώδης ουσία φυτικής προέλευσης η οποία εκκρίνεται συνήθως από εγκοπές ή τυχαία τραύματα που δημιουργούνται στον φλοιό ορισμένων δένδρων ή θάμνων («ελαστικό κόμμι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως, πρβλ. αιγυπτ. kmjt … Dictionary of Greek
κόμμι — το κολλώδης ουσία που εκκρίνεται από διάφορα δέντρα, κόλλα δέντρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αραβικό κόμμι — Εκχύλισμα που προέρχεται από ένα είδος ακακίας του Σουδάν. Λέγεται και αραβίνη. Το α.κ. είναι μείγμα που περιέχει άλατα του ασβεστίου, του μαγνησίου και του καλίου, αραβικό οξύ και τις πεντοζάνες αραβάνη και γαλακτάνη. Το α.κ., που ήταν γνωστό… … Dictionary of Greek
κόμμεα ή γόμες — Ομάδα μορίων υψηλού μοριακού βάρους, συνήθως με κολλοειδείς ιδιότητες, τα οποία σε κατάλληλο διαλύτη είναι ικανά, ακόμη και σε μικρές συγκεντρώσεις, να σχηματίζουν πηκτές (παχύρρευστα αιωρήματα ή διαλύματα). Τα μόρια αυτά ενδέχεται να είναι είτε… … Dictionary of Greek
κόμμωσις — κόμμωσις, ἡ (Α) η επίχριση με κόμμι, η επάλειψη με κόμμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι πιθ. με την επίδραση ενός αμάρτυρου *κομμῶ «αλείφω με κόμμι»] … Dictionary of Greek
κομμιώδης — και κομμεώδης ες (Α κομμιώδης, ώδες) 1. αυτός που περιέχει κόμμι 2. αυτός που μοιάζει με κόμμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι + κατάλ. ώδης (πρβλ. κολλ ώδης, πηλ ώδης)] … Dictionary of Greek
τραγακάνθινο — η, ο, Ν 1. αυτός που προέρχεται ή εξάγεται από το φυτό τραγάκανθα 2. φρ. «τραγακάνθινο κόμμι» χημ. κόμμι που παράγεται από ορισμένους θάμνους τού γένους αστράγαλος και κυρίως από το είδος Αstragalus gummifer και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική… … Dictionary of Greek
Goma — (Del lat. vulgar gumma.) ► sustantivo femenino 1 BOTÁNICA Sustancia viscosa no cristalizable que fluye de diversas plantas y que disuelta en agua se usa como pegamento. 2 INDUSTRIA Sustancia elástica elaborada de forma industrial con jugos de… … Enciclopedia Universal
γόμα — και γκόμα, η 1. κόμμι 2. κόλλα, κολλητική ουσία 3. γομολάστιχα, σβηστήρι 4. κομμίωση, ασθένεια τών εσπεριδοειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο από ιταλ. gomma < λατ. gummi < (αρχ. ελλ.) κόμμι*] … Dictionary of Greek
εβέα — (hevea). Δικοτυλήδονα δέντρα της οικογένειας των ευφορβιδών με περίπου 20 είδη της τροπικής Αμερικής. Είναι μόνοικα ή δίοικα, με γαλακτώδη χυμό πλούσιο σε καουτσούκ. Το είδος ε. η βραζιλιανή κατάγεται από την τροπική Αμερική και συγκεκριμένα από… … Dictionary of Greek