Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κόβομαι

  • 81 прилежать

    -жу, -жишь, μτχ. ενστ. прилежащий
    ρ.δ. παλ.
    1. νοιάζομαι κόβομαι, ενδιαφέρομαι, πονοκεφαλιάζω σκοτίζομαι.
    2. βλ. прилегать (2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > прилежать

  • 82 прочеканивать

    ρ.δ.μ.
    βλ. прочеканить.
    κόβομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > прочеканивать

  • 83 пыжиться

    -жусь, -жишься
    ρ.δ.
    1. καταβάλλω όλες τις προσπάθειες, βάζω όλα τα δυνατά, σφίγγομαι, κόβομαι.
    2. βλ. кичиться.

    Большой русско-греческий словарь > пыжиться

  • 84 разлимонить

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) αδυνατίζω, εξασθενώ; ατονώ (για οινοπνευματώδη ποτά)..
    κόβομαι, εξασθενώ• παραλύω. || συγκινούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > разлимонить

  • 85 разломить

    -ломлю, -ломишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разломленный, βρ: -лен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. κόβω, κομματιάζω, τεμαχίζω•

    разломить хлеб κόβω το ψωμί.

    2. (απρόσ.) με κόβει, με σφάζει, με θερίζει•

    всю поясницу -ло όλη η μέση με έσφαξε (με πόνεσε φριχτά).

    κόβομαι, κομματιάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > разломить

  • 86 размораживать

    ρ.δ. αλέθω. || τρίβω, κόβω.
    αλέθομαι. || τρίβομαι, κόβομαι.
    ρ.δ.
    βλ. разморозить.

    Большой русско-греческий словарь > размораживать

  • 87 размякнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. размяк
    -ла, -ло
    ρ.σ.
    1. μαλακώνω.
    2. μτφ. εξασθενώ, ατονώ• κόβομαι. || μαλακώνω, γίνομαι ήπιος, επιεικής.

    Большой русско-греческий словарь > размякнуть

  • 88 разорвать

    -рву, -рвшь, παρλθ. χρ. разорвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разорванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ξεσχίζω, κατασχίζω, καταξεσχίζω•

    разорвать бумагу καταξεσχίζω το χαρτί•

    разорвать письмо καταξεσχίζω το γράμμα,

    μτφ. σπάζω• κόβω•

    разорвать цепи σπάζω τις αλυσίδες•

    разорвать окобы σπάζω τα δεσμά.

    || διαταράσσω•

    лай -ал тишину το γαύγισμα διατάραξετην ησυχία.

    || κατασπαράσσω•

    волк -ал обцу ο λύκος κατασπάραξε την προβατίνα.

    2. ανατινάζω•

    разорвать мост ανατινάζω τη γέφυρα.

    3. μτφ. διακόπτω, κόβω•

    разорвать дипломатические отношения διακόπτω τις διπλωματικές σχέσεις•

    разорвать связь κόβω τη σύνδεση ή το δεσμό.

    || μτφ. ακυρώνω•
    договор ξεσχίζω (κουρελιάζω) τη συμφωνία.
    4. κατακομματιάζω.
    εκφρ.
    чтоб тебя -ло ή разорвало – να σκάσεις• να πάθεις κακό• από το θεό να το βρεις.
    1. ξεσχίζομαι, κατασχίζομαι.
    2. σκάζω, εκρήγνομαι•

    снаряд разорватьлся около него το βλήμα έσκασε κοντά του.

    3. μτφ. διακόπτομαι, κόβομαι (για σχέσεις, δεσμό κ.τ.τ.).
    4. μτφ. προσπαθώ πάρα πολύ, βάζω όλα τα δυνατά.
    5. κατακομματιάζομαι.
    εκφρ.
    хоть -йсь! – ό,τι και να κάνεις αυτό δε γίνεται (λόγω επείγουσας, σοβαρής απασχόλησης).

    Большой русско-греческий словарь > разорвать

  • 89 разъединить

    ρ.σ.μ.
    1. αποσυνδέω, ξεσυνδέω• χωρίζω• αποσυνάπτω• κόβω•

    разъединить провода αποσυνδέω τα καλώδια.

    2. βλ. разлучить.
    αποσυνδέομαι, ξεσυνδέομαι• χωρίζομαι• αποσυνά-πτομαι• κόβομαι.
    βλ. разлучиться.

    Большой русско-греческий словарь > разъединить

  • 90 распинаться

    ρ.δ. κόβομαι, γίνομαι θυσία-καταβάλλω υπεράνθρωπες προσπάθειες.

    Большой русско-греческий словарь > распинаться

  • 91 резать

    режу, режешь, μτχ. ενεστ. режущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. резанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. κόβω, τέμνω•

    резать хлеб κόβω ψωμί•

    резать мясо κόβω κρέας•

    резать металл κόβω μέταλλο.

    || διαχωρίζω•

    дорога режет поле ο δρόμος κόβει το χωράφι.

    || αυλακώνω•

    лодка режет воду η βάρκα αυλακώνει το νερό.

    2. σχίζω, ανοίγω, εγχειρίζω•

    его сегодня режут в больнице σήμερα θα τον εγχειρήσουν στο νοσοκομείο•

    резать нарыв σχίζω το απόστημα.

    3. αμ. κόβω•

    нож не режет το μαχαίρι δεν κόβει.

    4. σφάζω•

    резать кур σφάζω τις κότες.

    || κατασχίζω, κατασπαράζω•

    резать волк режет скотину ο λύκος κατασπαράζει τα ζώα.

    5. βλ. вырезать (2 σημ.).
    6. βλ. гравировать.
    7. προξενώ οξύ πόνο•

    ветер режет лицо ο αέρας ξυρίζει (το πρόσωπο)•

    вервка режет руку η τριχιά κόβει το χέρι•

    в желудке мне режет με σφάζει στο στομάχι.

    || μτφ. κατατρύχω, βασανίζω•

    резать в сердце βασανίζω την καρδιά, λυπώ κατάκαρδα•

    резать сознание τύπτω τη συνείδηση.

    8. απορρίπτω•

    резать на экзаменах κόβω στις εξετάσεις.

    9. λέγω ορθά-κοφτά, νέτα-σκέτα, απερίφραστα.
    10. Χρησιμοποιείται αντί άλλων ρημάταν με σημ.
    επιτακτική•

    так и режет, так и режет! και λέει και λέει! κόβει η γλώσσα του!•

    режу в середину χτυπώ στη μέση (στο κέντρο)•

    пулемт режет το πολυβόλο θερίζει•

    свет режет в глаза το φως χτυπά κατάματα.

    11. μτφ. δυσχεραίνω άκρως, πνίγω.
    12. (αθλτ.) χτυπώ ξυστά.
    εκφρ.
    резать глаза ή глаз – χτυπώ στα μάτια άσχημα, κάνω κακή εντύπωση.
    1. κόβομαι.
    2. βλ. прорезаться (2 σημ.).
    3. αλλη-λομαχαιρώνομαι.
    4. χαρτοπαίζω, το ρίχνω στα χαρτιά.
    5. βλ. κλπ. ρ. μ. (εκτός 10, 11 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > резать

  • 92 рубить

    рублю, рубишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рубленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. κόβω, τέμνω•

    рубить ветви κόβω κλαδιά•

    рубить мясо κόβω κρέας•

    рубить дрова κόβω καυσόξυλα•

    рубить голову αποκεφαλίζω•

    рубить лес υλοτομώ.

    2. μτφ. μιλώ απερίφραστα, ορθά-κοφτά, νέτα-σκέτα.
    3. φτιάχνω (με κομμένη ξυλεία)•

    рубить избу φτιάχνω ίζμπα.

    1. κόβομαι.
    2. μιλώ απερίφραστα.
    3. οικοδομούμαι με ξυλεία.
    4. λογχομαχώ, διασπαθίζομαι, χτυπιέμαι με κοφτερά όργανα.

    Большой русско-греческий словарь > рубить

  • 93 сечь

    секу, сечшь, секут, παρλθ. χρ. сек, -ла, -ло κ. секла, -ло, μτχ. ενεστ. секущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сеченный, βρΐ-чен, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. κόβω, κόπτω, τέμνω, τεμαχίζω, κομματιάζω. || σχίζω χτυπώντας με κάτι. || χτυπώ με κοφτερό όργανο• μαχαιρώνω.
    2. σκαλίζω• πελεκώ πέτρα.
    3. μαστιγώνω• βιτσίζω.
    4. πέφτω με δύναμη, δαρτός, χτυπώντας (για χιόνι, χαλάζι, βροχή).
    1. μάχομαι.
    2. αποχωρίζομαι, αποσπώμαι.
    3. ξεφτίζω, -ομαι.
    4. κόβομαι.
    5. σκαλίζομαι, πελεκιέμαι.
    6. μα-στ ιγώνομαι.
    θ.
    Σέτση, παλαιά αυτοδιοικούμενη κοζάκικη περιοχή.

    Большой русско-греческий словарь > сечь

  • 94 сорвать

    ρ.σ.μ.
    1. κόβω, δρέπω•

    сорвать цветы κόβω λουλούδια•

    сорвать яблоки κόβω μήλα (από τη μηλιά).

    2. αποσπώ• βγάζω με απότομη κίνηση•

    сорвать дверь αποσπώ (σπάζω) την πόρτα•

    сорвать шапку βγάζω απότομα τη σκούφια.

    || παίρνω, παρασύρω. || γρατσουνίζω• ξεγδέρνω. || χαλνώ, βλάπτω. || ματαιώνω, σπαραλιάζω, εμποδίζω την πραγματοποίηση•

    сорвать урок χαλνώ το μάθημα•

    сорвать дело χαλνώ την υπόθεση•

    сорвать планы поджигателей войны χαλώ τα σχέδια των εμπρηστών τουπολέμου.

    4. μτφ. αποσπώ, παίρνω κατόπιν επιμονής•

    сорвать почелуй αποσπώ φιλί.

    || αρπάζω.
    5. ξεσπώ•

    сорвать зло на детях ξεσπώ το θυμό μου (το κακό μου) στα παιδιά.

    εκφρ.
    сорвать банк – (χαρτπ.) κερδίζω όλη την πόστα (μπάνκα)•
    сорвать голову – (απλ.) τσεκουρώνω, τιμωρώ αυστηρά•
    сорвать голос (горло глотку) – μου κόβεται η φωνή κατά το τραγούδι•
    сорвать аплодисменты – αποσπώ τα χειροκροτήματα•
    сорвать завесу ή покров – ξεσκεπάπάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω.
    1. αποσπώμαι• κόβομαι•

    пуговица -лась το κουμπίκόπηκε.

    || αποδεσμεύομαι, λύνομαι•

    собака сорватьлась с цепи το σκυλί λύθηκε από την αλυσίδα.

    2. αποκόπτομαι, πέφτω, γκρεμίζομαι. || (ξε)γλιστρώ, ξεφεύγω. || μτφ. αλλάζω.
    3. δεν κρατιέμαι, χάνω την υπομονή.
    4. ξεπετιέμαιαπό τη θέση μου, φεύγω βιαστικά. || (απλ.) φεύγω• το σκάζω•

    давай -мся отсюда εμπρός να φύγομε απ εδώ.

    5. αντηχώ, αντιλαλώ. || προφέρομαι (λέγομαι) ξαφνικά ή άθελα. || μουξεφεύγει (λόγος, λέξη).
    6. φθείρομαι, χαλνώ•

    резьба -лась η έλικα χάλασε.

    7. ματαιώνομαι, σπαραλιάζω• ανατρέπομαι.
    8. αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (πάει περίπατο)•

    сорвать на экзамене αποτυχαίνω στις εξετάσεις.

    εκφρ.
    голос -лся – η φωνή κόπηκε (έσπασε)•
    как (будто, словно) с цепи ή с привязи -лся – σαν το σκυλί που έκοψε την αλυσίδα (επέπεσε ορμητικά).

    Большой русско-греческий словарь > сорвать

  • 95 срезать

    ρ.σ.μ.
    1. αποκόπτω, κόβω•

    срезать цветов κόβω λουλούδια•

    срезать провода κόβω τα καλώδια.

    || μειώνω, ελαττώνω•

    срезать ставку περικόπτω το μισθό.

    2. μτφ. σκοτώνω, φονεύω• θερίζω•

    снаряд его -ал τον έκανε κομμάτια το βλήμα.

    || κατασυγκλονίζω, συνταράσσω• καταπτοώ•

    новое несчастье -ло е το καινούριο δυστύχημα την κατασυγκλόνησε.

    3. μτφ. διακόπτω (ομιλούντα) • συγχύζω.
    4. (απλ.) απορρίπτω (κόβω) στις εξετάσεις•

    его -ал преподаватель математики τον έκοψε ο καθηγητής των μαθηματικών.

    1. (απλ.) απορρίπτομαι, κόβομαι (στις εξετάσεις).
    2. λογομαχώ, φιλονικώ. || παίζω πεισματώδικα, με μανία•

    срезать в карты παίζω με μανία χαρτιά.

    ρ.δ.
    βλ. срезать(ся).

    Большой русско-греческий словарь > срезать

  • 96 срубать

    ρ.δ.
    βλ. срубить (1, 2 σημ.).
    αποκόπτομαι, κόβομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > срубать

  • 97 ссекать

    ρ.δ. βλ. ссечь.
    κόβομαι.

    Большой русско-греческий словарь > ссекать

  • 98 стричь

    стригу, стрижшь, стригут, παρλθ. χρ. стриг, -ла, -ло, μτχ. ενεστ. стригущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стриженный, βρ: -жен,. -а, -о
    επιρ. μτχ. δεν έχει•
    ρ.δ.μ.
    1. κουρεύω•

    стричь волсы κουρεύω τα μαλλιά•

    стричь овец κουρεύω τα πρόβατα.

    2. κόβω• κλαδεύω• κοσίζω•

    стричь нокти κόβω τα νύχια•

    стричь картон κόβω μικρά τεμάχια το χαρτόνι•

    стричь кусты κλαδεύω τους θάμνους•

    стричь траву κόβω (κοσίζω) το χόρτο.

    εκφρ.
    стричь купоны – ζω από τα ενοίκια περιουσίας, γης•
    стричь ушами – κουνώ μπρος-πίσω τα αυτιά (για άλογο).
    1. κουρεύομαι.
    2. κόβομαι• κλαδεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > стричь

  • 99 счеканивать

    ρ.δ.
    βλ. счеканить.
    κόβομαι• σφυροκοπούμαι, επεξεργάζομαι με σφυροκόπημα.

    Большой русско-греческий словарь > счеканивать

  • 100 увивать

    ρ.δ.
    βλ. увить.
    1. βλ. увиться.
    2. στριφογυρίζω, κλωθογυρίζω, περιφέρομαι. || ερωτεύομαι, κόβομαι.
    3. περιτυλίγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > увивать

См. также в других словарях:

  • κόβομαι — κόβομαι, κόπηκα, κομμένος βλ. πίν. 171 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αγουροφτάνω — αν και κόβομαι άγουρος, ωριμάζω κάπως …   Dictionary of Greek

  • διαμερίζω — (AM διαμερίζω) διαχωρίζω, χωρίζω κάτι στα μέρη που τό αποτελούν αρχ. 1. μεσ. διαμερίζομαι διαμοιράζω («διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά του» μοίρασαν τα ρούχα του μεταξύ τους) 2. παθ. διαμερίζομαι α) αποχωρίζομαι από κάποιον λόγω έχθρας β) κόβομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • κερματούμαι — κερματοῡμαι, όομαι (Α) [κέρμα] κερματίζομαι, κόβομαι σε κέρματα, σε μικρά τεμάχια …   Dictionary of Greek

  • κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …   Dictionary of Greek

  • λωθροκόβομαι — (για πεταλωμένο υποζύγιο) τραυματίζομαι στο πόδι από λώθρα που δεν έχει κοπεί καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λώθρα «οξύ μέρος τών καρφιών» + κόβομαι] …   Dictionary of Greek

  • μακελλεύω — και μακελλεύγω (AM μακελλεύω, Μ και μακελλεύγω) [μάκελλον] νεοελλ. 1. κακοποιώ, δέρνω 2. μέσ. μακελλεύομαι κόβομαι, τραυματίζομαι βαριά* || (νεοελλ. μσν.) σφάζω, σκοτώνω μσν. διαμελίζω, ξεσχίζω, κομματιάζω αρχ. έχω κρεοπωλείο, είμαι κρεοπώλης …   Dictionary of Greek

  • μαχαιροσκοτώνομαι — σκοτώνομαι με μαχαίρι ή κόβομαι με μαχαίρι («πολλούς γιαράδες έγιανα μαχαιροσκοτωμένους», δηλ. τραγούδι) …   Dictionary of Greek

  • περικόπτω — ΝΜΑ και περικόβω Ν νεοελλ. 1. αφαιρώ μέρη από ένα σύνολο, λ.χ. από κείμενο, κινηματογραφική ταινία κ.λπ. 2. μειώνω, ελαττώνω, περιστέλλω περιορίζω νεοελλ. αρχ. κόβω κάτι ολόγυρα, στις άκρες, ακρωτηριάζω, κολοβώνω, κουτσουρεύω μσν. αρχ. αναχαιτίζω …   Dictionary of Greek

  • περισκάπτω — ΝΜΑ νεοελλ. σκάβω τάφρο γύρω από έναν χώρο μσν. αρχ. 1. σκάβω γύρω γύρω 2. παθ. περισκάπτομαι α) ανασκάπτομαι β) (για έλικα κοχλία) περικόπτομαι, κόβομαι γύρω γύρω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»