Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κόβομαι

  • 61 отпочковаться

    -куется
    ρ.σ. (για φυτά) αποσπώμαι με οφθαλμογονία, κόβομαι με μάτι. || μτφ. σχηματίζομαι με απόσπαση.

    Большой русско-греческий словарь > отпочковаться

  • 62 отрубать

    ρ.δ.
    βλ. отрубить.
    αποκόπτομαι, κόβομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отрубать

  • 63 отсекать

    ρ.δ.
    βλ. отсечь.
    αποκόπτομαι, κόβομαι. || ξεκόβομαι, απομονώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отсекать

  • 64 оттяпывать

    ρ.δ.
    βλ. оттяпать.
    αποκόπτομαι, κόβομαι.

    Большой русско-греческий словарь > оттяпывать

  • 65 отчеканить

    ρ.σ.μ. κόβω τσο(υ)κανίζω. || μτφ. προφέρω, εκστομίζω, λέγω καθαρά και ευκρινά.
    1. κόβομαι, τσο(υ)κανίζομαι, σφυρηλατούμαι.
    2. μτφ. διαγράφομαι, διακρίνομαι καθαρά.

    Большой русско-греческий словарь > отчеканить

  • 66 перекрутить

    -учу, -утишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекрученный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. στρίβω•

    перекрутить нитку στρίβω την κλωστή.

    || (περί)πλέκω•

    перекрутить шерстяную нитку с шлковой συστρίβω τη μάλλινη κλωστή με μεταξωτή.

    2. παραστρίβω, παρασφίγγω χαλνώ•

    перекрутить винт παρασφίγγω τη βίδα•

    перекрутить завод у часов παρακουρτίζω το ρολόγι•

    перекрутить кран παρασφίγγω την κάνουλα.

    || κόβω στρίβοντας•

    перекрутить проволку κόβω το σύρμα στρίβοντας το.

    3. περιδένω περιτυλίγω.
    4. (απλ.) στρίβω (όλο, πολύ).
    5. γυρίζω, στρέφω•

    перекрутить ключ в обратную сторону στρίβω το κλειδί ανάποδα.

    1. στρίβομαι, (περι)τυλίγομαι.
    2. παραστρίβομαι, αχρηστεύομαι; χαλνώ, φθείρομαι. || κόβομαι στα δυό•

    проволока перекрутитьлась το σύρμα κόπηκε από το πολύ στρίψιμο.

    3. περιστρέφομαι, γυρίζω,φέρνω γύρω.
    4. μτφ. τα βολεύω, τα βγάζω πέρα, τα γυρίζω.

    Большой русско-греческий словарь > перекрутить

  • 67 перекусывать

    ρ.δ.
    βλ. перекусить.
    κόβομαι με τα δόντια.

    Большой русско-греческий словарь > перекусывать

  • 68 перерезать

    -ежу, -жешь ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) κόβω•

    перерезать вервку, проволоку κόβω την τριχία, το σύρμα•

    перерезать дорогу машине κόβω το δρόμο στο αυτοκίνητο.

    2. κατακόβω•

    перерезать себе руки κατακόβω τα χέρια μου.

    3. κατασφάζω•

    перерезать всех кур σφάζω όλες τις κότες.

    1. κόβομαι•

    проволока легко -лась το σύρμα εύκολα κόπηκε•

    перерезать бритвой κατακόβομαι με το ξυράφι.

    2. σφάζομαι•

    они -лись, чтобыне сдаваться σφάχτηκαν για να μην παραδοθούν.

    || αλληλοσφάζομαι.
    ρ.δ.
    βλ. перерезать(ся).

    Большой русско-греческий словарь > перерезать

  • 69 перержаветь

    -еет
    ρ.σ.
    1. κατασκουριάζω.
    2. σπάζω, κόβομαι από το πολύ σκούριασμα.

    Большой русско-греческий словарь > перержаветь

  • 70 перерубать

    ρ.δ.
    βλ. перерубить.
    κόβομαι.

    Большой русско-греческий словарь > перерубать

  • 71 пересечь

    -секу, -сечшь, -секут, παρλθ. χρ. переск, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пересекший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересеченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. διατέμνω, κόβω•

    пересечь вервку κόβω την τριχιά.

    2. διασχίζω, διέρχομαι, διαβαίνω, περνώ•

    пересечь линию фронта περνώ τη γραμμή του μετώπου•

    пересечь улицу περνώ το δρόμο.

    3. διασταυρώνω.
    4. εμποδίζω, φράζω•

    пересечь дорогу кому-н κόβω το δρόμοκάποιου.

    διασταυρώνομαι•

    улицы -клись οι οδοί διασταυρώθηκαν•

    οι γραμμές διασταυρώθηκαν. || μτφ. διακόπτομαι, κόβομαι, σταματώ•

    разговор перескся η συνομιλία διακόπηκε.

    -секу, -сечёшь
    -секут, παρλθ. χρ. пересёк, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пересекший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересечённый, βρ: -чён, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    μαστιγώνω (όλους, πολλούς).

    Большой русско-греческий словарь > пересечь

  • 72 перетереть

    -тру, -тршь, παρλθ. χρ. перетр
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетртый, βρ: -трт, -а, -о,
    επιρ. μτχ. пере-трши
    κ. перетерев
    ρ.σ.μ.
    1. τρίβω, κόβω με τη συνεχή τριβή•

    перетереть вервку κόβω την τριχιά με την τριβή.

    2. μεταβάλλω σε λεπτά τεμάχια με την τριβή.
    3. καθαρίζω τρίβοντας•

    перетереть окна τρίβω τα παράθυρα.

    κόβομαι με την τριβή.

    Большой русско-греческий словарь > перетереть

  • 73 пластать

    ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пли-станный, βρ: -тан, -а, -о
    κόβω, χωρίζω κατά στρώματα. || ξεκοιλιάζω, βγάζω τα εντόσθια•

    пластать рыбу βγάζω τα εντόσθια του ψαριού.

    1. έρπω, προχωρώ της κοιλιάς.
    2. (διαλκ.) στρώνομαι, κολλώ, γίνομαι ενα σώμα.
    3. κόβομαι, βγαίνω κατά στρώματα. || ξεκοιλιάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > пластать

  • 74 подломить

    -ломлю, -ломишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подломленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ-σ.μ. σπάζω, θραύω από το κάτω μέρος.
    1. σπάζω, θραύομαι από το κάτω μέρος.
    2. κόβομαι, εξαντλούμαι•

    у старика -лись ноги του γέρου του κόπηκαν τα πόδια.

    Большой русско-греческий словарь > подломить

  • 75 подрезать

    ρ.σ.μ.
    1. κόβω λίγο, κοντεύω, βραχύνω•

    подрезать подол у платья κοντεύω το γύρο του φορέματος•

    подрезать волосы κοντεύω τα μαλλιά•

    подрезать бороду κοντεύω τα γένια.

    || κλαδεύω, ψαλιδίζω. || μτφ. λιγοστεύω, περιορίζω, κόβω, κρουτσουλεύω.
    2. περικόπτω, -όβω.
    3. μτφ. εξασθενώ, αδυνατίζω, τρώγω, κόβω, καταβάλλω.
    4. κόβω ακόμα, συμπληρωματικά•

    подрезать хлеба, сыра κόβω ακόμα ψωμί, κασέρι.

    ρ.δ.
    βλ. подрезать.
    κόβομαι, κοντεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > подрезать

  • 76 порвать

    ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. порванный, βρ: -ван, -а, -о
    1. ξεσχίζω.
    2. κόβω, διακόπτω• παραλύω•

    порвать связь противника с тылом κόβω τη σύνδεση του εχθρού με τα μετόπισθεν.

    3. μτφ. σταματώ, παύω να έχω•

    порвать отношения κόβω σχέσεις.

    4. σχίζω (για όλα, πολλά).
    5. αποκόπτω•

    порвать цветов κόβω λουλούδια.

    1. (ξε)σχίζομαι•

    рубашка -лась το πουκάμισο σχίστηκε.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) κόβομαι•

    нитка -лась η κλωστή κόπηκε•

    его голос -лся η φωνή του κόπηκε.

    3. μτφ. διακόπτομαι•

    отношения -лись οι σχέσεις διακόπηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > порвать

  • 77 порезать

    ρ.σ.μ.
    1. κόβω (•με κοφτερό εργαλείο)•

    порезать палец κόβω το δάχτυλο.

    2. «θανατώνω•

    волк -ал пять овец ο λύκος έκοψε πέντε προβατίνες.

    3. τεμαχίζω, κόβω τεμάχια, φέτες•

    порезать хлеб и колбасы κόβω ψωμί και σαλάμι.

    4. κόβω λίγο.
    κόβομαι (με κοφτερό εργαλείο).

    Большой русско-греческий словарь > порезать

  • 78 преломить

    млю, -ломишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. преломленный, βρ: -лен, -лена, -лено.
    1. παλ. θραύω, σπάζω, τσακίζω.
    2. (φυσ.) διαθλώ.
    3. μτφ. διαστρέφω, διαστρεβλώνω. || παρανοώ.
    1. θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι.
    2. (φυσ.) διαθλώμαι.
    3. μτφ. αδυνατίζω, εξαντλούμαι, τσακίζομαι, κόβομαι, καταβάλλομαι.
    4. μτφ. παλ. αλλάζω απότομα, κάνω απότομη στροφή σπάζω•

    зима -лась ο χειμώνας έσπασε•

    5. μτφ. παίρνω, αποκτώ άλλη έννοια, νόημα.

    Большой русско-греческий словарь > преломить

  • 79 пресечь

    -секу, -сечшь, -секут, παρλθ. χρ. пресёк
    -секла, -секло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пресеченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. σταματώ οριστικά, βάζω τέρμα ή τελεία και παύλα• βάζω φραγμό•

    войска -кли беспорядки τα στρατεύματα έβαλαν τέρμα στις ταραχές.

    || διακόπτω, κόβω•

    председательствующий преск его речь ο προεδερύων διέκοψε τον ομιλητή.

    2. (παλ.) εμποδίζω•

    он пресёк ему дорогу αυτός του έκοψε το δρόμο•

    пресечь сообщения с городом κόβω επικοινωνία με την πόλη.

    σταματώ, παύω, κόβομαι•

    разговор прескся η συνομιλία κόπηκε•

    голоса -клись οι φωνές έπαψαν.

    Большой русско-греческий словарь > пресечь

  • 80 прикусывать

    ρ.δ.
    βλ. прикусить. || κόβω κομματάκια με τα δόντια.
    δαγκώνομαι λίγο. || κόβομαι κομματάκια με τα δόντια.

    Большой русско-греческий словарь > прикусывать

См. также в других словарях:

  • κόβομαι — κόβομαι, κόπηκα, κομμένος βλ. πίν. 171 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αγουροφτάνω — αν και κόβομαι άγουρος, ωριμάζω κάπως …   Dictionary of Greek

  • διαμερίζω — (AM διαμερίζω) διαχωρίζω, χωρίζω κάτι στα μέρη που τό αποτελούν αρχ. 1. μεσ. διαμερίζομαι διαμοιράζω («διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά του» μοίρασαν τα ρούχα του μεταξύ τους) 2. παθ. διαμερίζομαι α) αποχωρίζομαι από κάποιον λόγω έχθρας β) κόβομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • κερματούμαι — κερματοῡμαι, όομαι (Α) [κέρμα] κερματίζομαι, κόβομαι σε κέρματα, σε μικρά τεμάχια …   Dictionary of Greek

  • κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …   Dictionary of Greek

  • λωθροκόβομαι — (για πεταλωμένο υποζύγιο) τραυματίζομαι στο πόδι από λώθρα που δεν έχει κοπεί καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λώθρα «οξύ μέρος τών καρφιών» + κόβομαι] …   Dictionary of Greek

  • μακελλεύω — και μακελλεύγω (AM μακελλεύω, Μ και μακελλεύγω) [μάκελλον] νεοελλ. 1. κακοποιώ, δέρνω 2. μέσ. μακελλεύομαι κόβομαι, τραυματίζομαι βαριά* || (νεοελλ. μσν.) σφάζω, σκοτώνω μσν. διαμελίζω, ξεσχίζω, κομματιάζω αρχ. έχω κρεοπωλείο, είμαι κρεοπώλης …   Dictionary of Greek

  • μαχαιροσκοτώνομαι — σκοτώνομαι με μαχαίρι ή κόβομαι με μαχαίρι («πολλούς γιαράδες έγιανα μαχαιροσκοτωμένους», δηλ. τραγούδι) …   Dictionary of Greek

  • περικόπτω — ΝΜΑ και περικόβω Ν νεοελλ. 1. αφαιρώ μέρη από ένα σύνολο, λ.χ. από κείμενο, κινηματογραφική ταινία κ.λπ. 2. μειώνω, ελαττώνω, περιστέλλω περιορίζω νεοελλ. αρχ. κόβω κάτι ολόγυρα, στις άκρες, ακρωτηριάζω, κολοβώνω, κουτσουρεύω μσν. αρχ. αναχαιτίζω …   Dictionary of Greek

  • περισκάπτω — ΝΜΑ νεοελλ. σκάβω τάφρο γύρω από έναν χώρο μσν. αρχ. 1. σκάβω γύρω γύρω 2. παθ. περισκάπτομαι α) ανασκάπτομαι β) (για έλικα κοχλία) περικόπτομαι, κόβομαι γύρω γύρω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»