Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κωλώτης

См. также в других словарях:

  • κωλώτης — κωλώτης, ὁ (Α) [κώλον] το ζώο ασκαλαβώτης …   Dictionary of Greek

  • Κωλώτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλώτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωλώτης ο Λαμψακηνός — (3ος αι. π.Χ.). Επικούρειος φιλόσοφος. Υποστήριζε με θέρμη τις αρχές του διδασκάλου του, Επίκουρου, και καταπολεμούσε τα υπόλοιπα φιλοσοφικά ρεύματα, ιδιαίτερα τις θεωρίες του Πλάτωνα, εναντίον του οποίου έγραψε Προς τον Πλάτωνος Λύσιν και Προς… …   Dictionary of Greek

  • κωλῶτα — κωλώτης masc voc sg κωλώτης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωλώτην — Κωλώτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλώτην — κωλώτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωλώτου — Κωλώτης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλώτου — κωλώτης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωλώτῃ — Κωλώτης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλώτῃ — κωλώτης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»