Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κωλίζομαι

См. также в других словарях:

  • κωλίζομαι — (Α) [κώλον] 1. είμαι χωρισμένος σε κώλα («τὰ κεκωλισμένα βιβλία», Ολυμπ.) 2. (για ποιητ. έργα) ταξινομούμαι σε μετρικά κώλα …   Dictionary of Greek

  • κώλο(ν) — το (AM κώλον) 1. μέλος σώματος ανθρώπου ή ζώου και ειδικά τα άκρα τους (α. «άνω κώλα» χέρια β. «πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτενεῑς», Αισχύλ. γ. «τά τ ἐμπρόσθια κῶλα καὶ τὰς κεφαλὰς εἰς γῆν ἑλκόμενα», Πλάτ.) 2. γραμμ. το τμήμα τής περιόδου που βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»