Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κωκ-

См. также в других словарях:

  • κωκ — το βλ. κοκ …   Dictionary of Greek

  • κοκ — και κωκ, το 1. στερεό προϊόν, πλούσιο σε άνθρακα, που λαμβάνεται με επεξεργασία, σε υψηλές θερμοκρασίες, τών γαιανθράκων και τών υπολειμμάτων πετρελαίου ή λιθανθρακόπισσας και το οποίο χρησιμοποιείται ως καύσιμο ή ως πρώτη ή βοηθητική ύλη για την …   Dictionary of Greek

  • πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»