Перевод: со словенского на английский

с английского на словенский

κωβιός

  • 1 gъlbь

    gъlbь
    Page in Trubačev: VII 190
    Serbo-Croatian:
    gȗb (dial.) `swan' [m o];
    gȗb (dial.) `goby' [m o] \{1\}
    Proto-Balto-Slavic reconstruction: gulbis
    Lithuanian:
    gulbìs `swan' [f i] 4;
    gul̃bis (Žem.) `swan' [m io] 2
    Latvian:
    gùlbis `swan' [f i]
    Old Prussian:
    gulbis (EV) `swan'
    Indo-European reconstruction: KulP-i-
    Certainty: -
    Other cognates:
    OIr. gulban `beak, sting'
    ;
    W gylfin `bird's bill, beak, snout, sharp-pointed nose'
    ;
    W gylf `bird's bill, beak, nose, mouth, sharp-pointed instrument'
    Notes:
    \{1\} There is a chance that gȗb `goby' is cognate with Lat. gōbius, Gk. κωβιός `goby, gudgeon', cf. Sln. gúba `barbel'.

    Slovenščina-angleščina big slovar > gъlbь

См. также в других словарях:

  • κωβιός — gudgeon masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωβιός — ο (AM κωβιός) κοινή σήμερα ονομασία περκόμορφων ψαριών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια γωβιίδες, αλλ. γωβιός αρχ. δύο είδη φυτών, το τιθύμαλλος χαρακίας και το τιθύμαλλος δενδροειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για… …   Dictionary of Greek

  • κωβιοῖς — κωβιός gudgeon masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωβιοῖσι — κωβιός gudgeon masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωβιοί — κωβιός gudgeon masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωβιοῦ — κωβιός gudgeon masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωβιούς — κωβιός gudgeon masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωβιῶν — κωβιός gudgeon masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωβιῷ — κωβιός gudgeon masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωβιόν — κωβιός gudgeon masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωβίδι — το (AM κωβίδιον) [κωβιός] νεοελλ. κοινή ονομασία ενός είδους κωβιού (μσν. αρχ.) υποκορ. τού κωβιός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»