Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κυάμιον

См. также в других словарях:

  • κυάμιον — κυάμιον, τὸ (Μ) μικρός κύαμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. κεράμ ιον, σησάμ ιον)] …   Dictionary of Greek

  • κυάμια — κυάμιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύαμος — (Cyamus). Γένος αμφίποδων καρκινοειδών, τα οποία αποτελούν εξωπαράσιτα πολλών κητωδών. Είναι γνωστά και ως ψείρες των φαλαινών. * * * ο (AM κύαμος) 1. το φυτό κουκιά 2. ο καρπός τού φυτού κουκιά, το κουκί μσν. αρχ. συν. στον πληθ. οι κύαμοι είδος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»