Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κυαμ-

См. также в других словарях:

  • λεπτίτις — λεπτῑτις, ίτιδος, ἡ (Μ) φρ. «λεπτίτιδες κριθαί» είδος λεπτής κριθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτός + κατάλ. ῖτις (πρβλ. κυαμ ίτις, σησαμ ίτις)] …   Dictionary of Greek

  • μαινίς — μαινίς, ίδος και ῑδος, ἡ (Α) υποκορ. τού μαίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαίνη + κατάλ. ίς (πρβλ. κυαμ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • μαχλίς — μαχλίς, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἑταίρα, πόρνη». [ΕΤΥΜΟΛ. < μάχλος «λάγνος, ακόλαστος» + επίθημα ίς (πρβλ. κεραμ ίς, κυαμ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • μυρμηκίτις — μυρμηκῑτις, ἡ (Α) είδος πολύτιμου λίθου που δίνει την εντύπωση έρποντος μυρμηγκιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, ηκος «μυρμήγκι», + κατάλ. ῖτις (πρβλ. κυαμ ίτις)] …   Dictionary of Greek

  • προσωπίτις — Νησί του Νείλου στην αρχαία Αίγυπτο. Ο Νείλος χωριζόταν, γύρω από το λεγόμενο Δέλτα, σε πολλές διακλαδώσεις, που κατόπιν ενώνονταν και πάλι διαχωρίζονταν. Έτσι σχηματίζονταν πολλά νησιά, και το μεγαλύτερο από αυτά ήταν η Π., που είχε περίμετρο… …   Dictionary of Greek

  • σαΐτις — ίτιδος, ἡ, Α ονομασία εμπλάστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάϊς, ονομ. πόλης τής Αιγύπτου + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. κυαμ ῖτις)] …   Dictionary of Greek

  • στεμφυλίς — ίδος, ἡ, Α στεμφυλῑτις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλον + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. κυαμ ίς)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»