-
1 κυάμιον
-
2 κυάμιον
κυάμιον, τό, kleine Bohne
См. также в других словарях:
κυάμιον — κυάμιον, τὸ (Μ) μικρός κύαμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. κεράμ ιον, σησάμ ιον)] … Dictionary of Greek
κυάμια — κυάμιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύαμος — (Cyamus). Γένος αμφίποδων καρκινοειδών, τα οποία αποτελούν εξωπαράσιτα πολλών κητωδών. Είναι γνωστά και ως ψείρες των φαλαινών. * * * ο (AM κύαμος) 1. το φυτό κουκιά 2. ο καρπός τού φυτού κουκιά, το κουκί μσν. αρχ. συν. στον πληθ. οι κύαμοι είδος … Dictionary of Greek