-
1 κυαμόβολος
κῠᾰμόβολος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυαμόβολος
-
2 κυαμόβολος
-
3 κυαμοβολος
I.ὅ голосующий посредством бобов(δικαστής Soph.)
II.ὅ (v. l. к κυαμοβόλος См. κυαμοβολος) избранный посредством бобов Soph. -
4 κυαμοβόλος
-
5 κυαμόβολον
κυαμόβολοςchosen by beans: masc /fem acc sgκυαμόβολοςchosen by beans: neut nom /voc /acc sg -
6 κυαμο-βόλος
κυαμο-βόλος, eine Bohne beim Abstimmen in das Stimmgefäß werfend, u. κυαμόβολος, durch Abstimmen mit Bohnen erwählt, Soph. frg. 271.
См. также в других словарях:
κυαμόβολος — κυαμόβολος, ον (Α) εκλεγμένος με κυαμευτή ψηφοφορία («κυαμόβολος δικαστής», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + βολος (< βάλλω), πρβλ. ανθό βολος, χιονό βολος. Το σύνθ. έχει παθητ. σημ. ως προπαροξύτονο] … Dictionary of Greek
κυαμοβόλος — κυαμοβόλος, ον (Α) αυτός που ψηφίζει με κύαμο, που ρίχνει κύαμο στην ψηφοδόχο κάλπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + βόλος (< βάλλω), πρβλ. ακτινο βόλος, κεραυνο βόλος. Το σύνθ. έχει ενεργ. σημ. ως παροξύτονο] … Dictionary of Greek
κυαμόβολον — κυαμόβολος chosen by beans masc/fem acc sg κυαμόβολος chosen by beans neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύαμος — (Cyamus). Γένος αμφίποδων καρκινοειδών, τα οποία αποτελούν εξωπαράσιτα πολλών κητωδών. Είναι γνωστά και ως ψείρες των φαλαινών. * * * ο (AM κύαμος) 1. το φυτό κουκιά 2. ο καρπός τού φυτού κουκιά, το κουκί μσν. αρχ. συν. στον πληθ. οι κύαμοι είδος … Dictionary of Greek