-
1 κυαμο-βόλος
κυαμο-βόλος, eine Bohne beim Abstimmen in das Stimmgefäß werfend, u. κυαμόβολος, durch Abstimmen mit Bohnen erwählt, Soph. frg. 271.
-
2 κυαμοβόλος
-
3 κυαμοβολος
I.ὅ голосующий посредством бобов(δικαστής Soph.)
II.ὅ (v. l. к κυαμοβόλος См. κυαμοβολος) избранный посредством бобов Soph.
См. также в других словарях:
κυαμοβόλος — κυαμοβόλος, ον (Α) αυτός που ψηφίζει με κύαμο, που ρίχνει κύαμο στην ψηφοδόχο κάλπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + βόλος (< βάλλω), πρβλ. ακτινο βόλος, κεραυνο βόλος. Το σύνθ. έχει ενεργ. σημ. ως παροξύτονο] … Dictionary of Greek