-
1 κτήμα
-
2 κτῆμα
-
3 κτῆμα
A anything gotten, piece of property, possession, sg. once in Hom.,μή νύ τι.. δόμων ἐκ κτῆμα φέρηται Od.15.19
; laterταύτας [γυναῖκας] ἐξείλεθ' αὑτῷ κ. S.Tr. 245
;ἡδὺ κ. τῆς νίκης λαβεῖν Id.Ph.81
, cf. OT 549, Ant. 702, E.Or. 230, 703, etc.;κ. ἐς αἰεί Th.1.22
;ὡς ἡδὺ καὶ μακάριον τὸ κ. Pl.R. 496c
, etc.; of a slave,παλαιὸν οἴκων κ. E.Med.49
, cf. Pl.Phd. 62d, X.Oec.1.6, Vect.4.42;κ. ἔμψυχον Arist.Pol. 1253b32
; of a calf, J.AJ6.14.3;κ. πάντων ἐστὶ τιμιώτατον ἀνὴρ φίλος Hdt.5.24
.2 freq. in pl., possessions, in Hom. of heirlooms,δόμοις ἐν κτήματα κεῖται Il.9.382
, Od.4.127; also, of all kinds of property, freq. in Od.,κ. δαρδάπτουσιν 14.92
, cf. 18.144, al.;διέλαχον.. κτημάτων παμπησίαν A.Th. 817
, etc.; Ἔοως ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις who fallest upon wealth, i.e. on the wealthy, S.Ant. 782 codd. (lyr.): sts., χρήματα καὶ κ. property in money and chattels, Pl.Lg. 728e, cf. Isoc.1.28; = κτήνη, Pl.Grg. 484c, Phd. 62b; opp. ἀγροί, personal (opp. real) property, Is.5.43; less freq. of landed property,κ. ἔχων ἐν Βοιωτίᾳ D.18.41
(sg. as v.l.), Hdn.2.6.3: later freq. in sg., estate, farm, field, etc., Act.Ap.5.1, BGU530.21 (i A.D.), etc.;ἀμπελικὸν κ.
vineyard,PRyl.
157.4 (ii A.D.).3 in pl., materials,κ. πιλητά Gal.UP6.4
, 7.22. -
4 κτῆμα
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κτῆμα
-
5 κτῆμα
κτῆμα, ατος, τό (s. prec. entry; Hom.+)① that which is acquired or possessed, gener. of any kind (Menand., Dyscolus 156). πᾶν κ. D 13:7. Pl. possessions (PRyl 28, 182; 76, 11; Jos., Ant. 14, 157) τὰ κτήματα καὶ αἱ ὑπάρξεις Ac 2:45. Beside fields and houses of movable property, furniture Hs 1:9. ἔχειν κτ. πολλά Mt 19:22; Mk 10:22 (cp. Diog., Ep. 38, 5, a rich youth follows Diogenes διανείμας τὴν οὐσίαν. Porphyr., Vi. Plotini 7: Rogatianus the senator gives away πᾶσα κτῆσις and becomes a Cynic).② landed property, field, piece of ground, in later usage κ. came to be restricted to this mng. (since Demosth. 18, 41; Menand., Dyscolus 40, 328, 737; Plut., Crass. 543 [1, 5]; Herodian 2, 6, 3; PTebt 5, 52; 120, 9; BGU 530, 21; Pr 23:10; 31:16; Philo, Spec. Leg. 2, 116; Jos., Bell. 4, 574) Ac 5:1 (=χωρίον vs. 3).—B. 769. Renehan 75, 127. DELG s.v. κτάομαι 4. M-M. TW. -
6 κτῆμα
-ατος + τό N 3 0-0-2-5-5=12 Hos 2,17; Jl 1,11; Jb 20,29; 27,13; Prv 12,27possession Jb 20,29; landed property, field, plot of land Prv 23,10 -
7 κτήμα
propertyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κτήμα
-
8 κτήμαθ'
κτή̱ματα, κτῆμαanything gotten: neut nom /voc /acc plκτή̱ματι, κτῆμαanything gotten: neut dat sgκτή̱ματε, κτῆμαanything gotten: neut nom /voc /acc dual -
9 κτήματ'
κτή̱ματα, κτῆμαanything gotten: neut nom /voc /acc plκτή̱ματι, κτῆμαanything gotten: neut dat sgκτή̱ματε, κτῆμαanything gotten: neut nom /voc /acc dual -
10 κτημ'
-
11 κτῆμ'
-
12 κτημάτων
κτη̱μάτων, κτῆμαanything gotten: neut gen pl -
13 κτήμασ'
κτή̱μασι, κτῆμαanything gotten: neut dat pl -
14 κτήμασι
κτή̱μασι, κτῆμαanything gotten: neut dat pl -
15 κτήμασιν
κτή̱μασιν, κτῆμαanything gotten: neut dat pl -
16 κτήματα
κτή̱ματα, κτῆμαanything gotten: neut nom /voc /acc pl -
17 κτήματι
κτή̱ματι, κτῆμαanything gotten: neut dat sg -
18 κτήματος
κτή̱ματος, κτῆμαanything gotten: neut gen sg -
19 δυσδιάθετος
δυσδιάθετος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσδιάθετος
-
20 εὐπαράλλακτος
εὐπαράλλακτος, ον,A subject to change, unstable,κάλλος εὐ. κτῆμα Secund.Sent.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπαράλλακτος
См. также в других словарях:
κτήμα — κτήμα, το και χτήμα, το, ατος 1. πράγμα που αποχτήθηκε, αντικείμενο ιδιοκτησίας. 2. ιδιόκτητη αγροτική έκταση. 3. ο πληθ., κτήματα σημαίνει αγρούς, αμπελώνες κ.ά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κτῆμα — anything gotten neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτήμα — Επίσημη ονομασία της κυπριακής πόλης Πάφου μέχρι το 1971. Βλ. λ. Πάφος. * * * και χτήμα, το (AM κτῆμα) [κτώμαι] 1. αυτό που αποκτήθηκε από κάποιον, αυτό που κατέχει κάποιος, αυτό που ανήκει στην κυριότητα κάποιου (α. «αυτό το βιβλίο δεν είναι… … Dictionary of Greek
Κτῆμα ἐς ἀεί. — См. В вечное владение … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κτῆμ' — κτῆμα , κτῆμα anything gotten neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποθήκη — (Νομ.). Εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ακίνητο του οφειλέτη ή τρίτου προς εξασφάλιση κάποιας απαίτησης· η απαίτηση ασφαλίζεται με την προνομιακή ικανοποίηση του ενυπόθηκου δανειστή από την αξία του ενυπόθηκου κτήματος και, καθώς η ικανοποίηση… … Dictionary of Greek
Πάφος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος και διάδοχος του Κινύρα, του ιδρυτή της θρησκείας της Αφροδίτης στην Κύπρο. Ο Π. πήρε το όνομά του από την ομώνυμη αρχαία πόλη του νησιού, όπου ο πατέρας του διετέλεσε πρωθιερέας του ναού της Αφροδίτης και πρώτος… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Phrasen/Kappa — Kappa Inhaltsverzeichnis 1 Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· … Deutsch Wikipedia
κτήμαθ' — κτή̱ματα , κτῆμα anything gotten neut nom/voc/acc pl κτή̱ματι , κτῆμα anything gotten neut dat sg κτή̱ματε , κτῆμα anything gotten neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτήματ' — κτή̱ματα , κτῆμα anything gotten neut nom/voc/acc pl κτή̱ματι , κτῆμα anything gotten neut dat sg κτή̱ματε , κτῆμα anything gotten neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άδο — και –άδος και άδα κατάληξη τοπωνυμίων τής Νεοελλ., που προήλθε από τη γενική πληθυντικού οικογενειακών ονομάτων, όπου η κατάληξη δήλωνε αρχικά τον κτήτορα τής περιοχής [π.χ. τα χωράφια τώ(ν) Μαχαιράδω(ν), τώ(ν) Φαλατάδω(ν), τώ(ν) Τσουκαλάδω(ν)].… … Dictionary of Greek