-
1 κτύπημα
κτύπημαneut nom /voc /acc sg -
2 κτύπημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτύπημα
-
3 κτυπήματα
κτύπημαneut nom /voc /acc pl -
4 ἐπιτίθημι
A [voice] Act., lay, put or place upon, of offerings laid on the altar,ἐπὶ μηρία θέντες Ἀπόλλωνι Od.21.267
, cf. 3.179 ; , V.96, Antipho 1.18 ; set meats on the table,εἴδατα πόλλ' ἐπιθεῖσα Od.1.140
, cf. 10.355 ; πάντ' ἐπιθεῖτε on the car, Il.24.264 ;[νέκυας] ἐπὶ νηυσὶ τιθέντες Od.24.419
; τινὶ κύρτον καὶ κώπαν, as a grave-monument, AP7.505 (=Sapph.120): Constr. mostlyἐ. τινί τι, τῷ ἰσχυροτέρῳ πλέον βάρος X.Oec.17.9
, etc.: but also c.gen.,ἐ. λεχέων τινά Il.24.589
;ἐ. τι ἐπί τινος Hdt.2.121
.δ' ;κεφαλὴν ἐπὶ στέρνα τινός X.Cyr.7.3.14
: c. acc. only, put upon, set up, ἐ. φάρμακα apply salves, Il.4.190 ;δέελον δ' ἐπὶ σῆμά τ' ἔθηκε 10.466
;στήλην λίθου Hdt.7.183
;φάκελον ξύλων E.Cyc. 243
; ἐ. μνημεῖά τινι to him, Id.IT 702, cf. IG14.446 ([place name] Tauromenium), 12.1068.2 set upon, turn towards,Ἑκτορέοις ἐπὶ φρένα θῆχ' ἱεροῖσιν Il.10.46
; but τῇ δ' ἄρ' ἐπὶ φρεσὶ θῆκε c. inf., put it into her mind to.., Od.21.1.II put on a covering or lid, ; κεφαλῇ ἐπέθηκε (as v.l. for ἐφύπερθἐ καλύπτρην 5.232 ; λίθον δ' ἐπέθηκε θύρῃσι, i.e. put a stone as a door to the cave, put it before the door, 13.370 ; also, put a door to,κολλητὰς ἐπέθηκα θύρας 23.194
;θύρας ἐπέθηκε φαεινάς 21.45
;θυρεὸν μέγαν 9.240
(v. infr. B. 11).2 set a seal on, BGU 361 iii 22 (ii A.D.) ; apply a pessary, Hp.Steril. 214 ([voice] Pass.) ; a cupping instrument, Sor.2.11 ([voice] Pass.).III put to, add, grant or give besides, , cf. Il.7.364, etc. ; κράτος, κῦδός τινι, 1.509 (tm.), 23.400 (tm.), 406 (tm.) ; ἡμιτάλαντον χρυσοῦ ib. 796.2 of Time, add, bring on,ἕβδομον ἦμαρ ἐπὶ Ζεὺς θῆκε Od.12.399
;μάλα πολλὰ [ἔτεα] Hes.Op. 697
.IV put on as a finish,χρυσέην ἐπέθηκε κορώνην Il.4.111
;περόνην Od. 19.256
: metaph., οὐδὲ τέλος μύθῳ ἐπιθήσεις add fulfilment, Il.19.107, cf. 20.369 ; so laterἐ. κεφάλαἰ ἐφ' ἅπασι D.21.18
;κολοφῶνα ἐ. τῇ σοφίᾳ Pl.Euthd. 301e
; τέλος ἐπιτεθήκατον ib. 272a ;πέρας ἐ. τῇ γενέσει Arist.GA 776a4
;πίστιν ἐ. D.12.22
, 49.42 ;ὁ δὲ μισθωσάμενος πίστιν ἐπιθήσει πρὸς τοὺς νεωποίας SIG963.34
(Arcesine, iv B. C.) ;πέρας ἐ. τῷ πράγματι PGiss.25.7
(ii A. D.), etc. ; ὅρον ἐ. τῷ πράγματι Mitteis Chr.87.2 (ii A. D.).V impose, inflict a penalty,σοὶ δέ, γέρον, θωὴν ἐπιθήσομεν Od.2.192
; δίκην, ζημίην, ἄποινα ἐ. τινί, Hdt.1.120, 144, 9.120, etc. ;θάνατον δίκην ἐ. τινί Pl.Lg. 838c
;δίκην τὴν πρέπουσαν Id.Criti. 106b
;ἔργων ἀντ' ἀδίκων χαλεπὴν ἐ. ἀμοιβήν Hes.Op. 334
;τιμωρίαν ὑπέρ τινος D.60.11
(cf. infr. B. IV): so of burdens, grievances, etc.,θήσειν..ἐπ' ἄλγεα Τρωσί Il.2.39
; ;[ἄτην] οἱ ἐπὶ φρεσὶθῆκε..Ἐρινύς Od.15.234
; ἀνάγκην ἐ. c. inf., X.Lac.10.7 ; ἐ...μὴ τυγχάνειν imposing as a penalty not to.., ib.3.3 (v. infr. B. IV).B [voice] Med., with [tense] pf. [voice] Pass.ἐπιτέθειμαι Plu.2.975d
, also [tense] aor. [voice] Pass., Inscr.Prien. (v. infr.), etc.:— put on oneself or for oneself, ἐπὶ στεφάνην κεφαλῆφιν..θήκατο placed a helmet on his head, Il.10.30 ;κρατὶ δ' ἐπὶ..κυνέην θέτο 5.743
, cf. E.Ba. 702 (tm.), etc.; χεῖρας ἐπ' ἀνδροφόνους θέμενος στήθεσσι laying one's hands upon.., Il.18.317 ; κτύπημα χειρὸς κάρᾳ on one's head, E.Andr. 1210 (lyr.).III apply oneself to, employ oneself on or in, c. dat.,ναυτιλίῃσι μακρῇσι Hdt.1.1
; τῇ πείρᾳ, τοῖς ἔργοις, Th.7.42, X.Mem.2.8.3, etc. ;τοῖς πολιτικοῖς Pl.Grg. 527d
: c. inf., attempt to..,φιλοσοφεῖν ἐπέθετο Alex.36.3
;γράφειν Isoc.5.1
, cf. Pl. Sph. 242b:—[voice] Pass.,ἐπετέθη πρὸς τὸν πόλεμον Inscr.Prien.17.38
(iii B.C.).2 make an attempt upon, attack,τῇ Εὐβοίῃ Hdt.5.31
;Ἐφεσίοισι Id.1.26
, cf. 102, 8.27 ;τῷ δήμῳ Th.6.61
;τῇ δημοκρατίᾳ X.Ath. 3.12
; ἐ. τῇ τοῦ δήμου καταλύσει attempt it, Aeschin.3.235 ;τυραννίδι Lycurg.125
;ἀρχῇ Plu.2.772d
; ἐ. ταῖς ἁμαρτίαις or τοῖς ἀτυχήμασί τινος take advantage of them, Isoc.2.3, D.23.70 : abs., make an attack,κατ' ἀμφότερα Th.7.42
, cf. Arist.Pol. 1302b25.3 abs., δικαιοσύνην ἐπιθέμενος ἤσκεε he practised justice with assiduity, Hdt.1.96, cf. 6.60.V lay commands on,τί τινι Hdt.1.111
, cf. OGI669.61 (Egypt, i A.D.): also c. inf., Hdt.3.63, v.l. in Ath.11.465d.VII contribute, πολλοὶ ἐπέθεντο τὰς ἐπιδόσεις εἰς τὴν παρασκευὴν τοῦ πολέμου prob. in SIG346.29 (iv B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτίθημι
-
5 κτύπος
Grammatical information: m.Meaning: `strong noise, cracking, stamping' (Il.).Derivatives: Beside it, prob. as intensive, κτυπέω (Il.) with κτυπῆσαι (S., E.), also aor. 2 κτυπεῖν (Il.; metr. conditioned?, Porzig Satzinhalte 25), often with prefix (late), e.g. ἐπι-, κατα-, ὑπο-, `crack, rumble', trans. `make rumble'. κτύπημα = κτύπος (Critias, E.), - ητής `one who makes noise' (Suid.), κτυπία ὁ ἐπιθαλάμιος κτύπος H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Expressive soundword, which reminds of δοῦπος, δουπέω (s. v.), further unknown. Acc. to Güntert Reimwortbildungen 158 cross of (γ) δουπέω and τύπτω; foll. Meillet BSL 28, c. r. 117 from κ-τύπος with κ-prefix, cf. Deroy Ant. class. 23, 309 and Ruijgh L'élém. achéen 148. On the formation s. Schwyzer 718. - Wrong interpretations in Bq. - No doubt of Pre-Greek origin, with variation voiced \/ unvoiced (a prefix κ- is unknown to me); Fur. 120.Page in Frisk: 2,36Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κτύπος
См. также в других словарях:
κτύπημα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύπημα — και χτύπημα, το (AM κτύπημα) [κτυπώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κτυπώ, ήχος, κτύπος, κρότος, θόρυβος που προέρχεται από πλήγμα, κρούση, σύγκρουση κ.λπ. (α. «το κτύπημα τής καμπάνας τόν ξύπνησε» β. «κτύπημα τυμπάνων και κυμβάλων», Δίων Κ … Dictionary of Greek
κτυπήματα — κτύπημα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοτυπία — Σύστημα μηχανικής στοιχειοθεσίας με μεμονωμένα στοιχεία, που αποτελείται από δυο χωριστά μέρη: τη μηχανή με τα πλήκτρα και το χυτήριο. Στην πρώτη ο στοιχειοθέτης κτυπά το κείμενο έχοντας στη διάθεση του, για το ίδιο στοιχείο, διαφορετικά πλήκτρα… … Dictionary of Greek
ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… … Dictionary of Greek
αγωγός — Το υλικό σώμα που διευκολύνει τη ροή ενός ρευστού ή τη διοχέτευση ενέργειας (βλ. λ. αγωγιμότητα, ηλεκτρισμός, ρευστό, ροή, υδραυλική).α. αναρρόφησης.Στοιχείο της αντλίας (βλ. λ.).α. ηλεκτρικός.Το υλικό σώμα μέσα στο οποίο κινούνται τα ηλεκτρικά… … Dictionary of Greek
αλληλοτυπία — ἀλληλοτυπία, η (Α) αμοιβαίο κτύπημα, αμοιβαία πρόσκρουση ή συμπίεση (πρόκειται για τα άτομα τού Δημοκρίτου). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλληλότυπος < ἀλληλο * + τύπος < τύπτω] … Dictionary of Greek
ζηλότυπος — η, ο (AM ζηλότυπος, ον) αυτός που διακατέχεται από το πάθος τής ζηλοτυπίας, ο φθονερός, ο ζηλιάρης («σφόδρα ζηλότυπος ό νεανίσκος ἦν», Αριστοφ.) νεοελλ. (για συζύγους) καχύποπτος για τη συζυγική ή την ερωτική πίστη αρχ. 1. αυτός που έχει προθυμία … Dictionary of Greek
κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… … Dictionary of Greek
νηματουργία — Οι διαδοχικές αναγκαίες επεξεργασίες που υφίστανται οι νιφάδες ινών (δηλαδή ίνες περιορισμένου μήκους, το πολύ 200 250 χιλιοστά) για να μετατραπούν σε ελαστικά και ανθεκτικά νήματα. Το νήμα μπορεί να θεωρηθεί ως κυλινδρικό σύμπλεγμα ινών με… … Dictionary of Greek
νομισματοκοπείο — Ίδρυμα όπου κατασκευάζονται τα νομίσματα ή απευθείας από το κράτος ή για λογαριασμό του και υπό τον έλεγχό του. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για την κοπή των νομισμάτων ήταν το χύσιμο και η σφυρηλάτηση. Το χύσιμο χρησιμοποιούσαν… … Dictionary of Greek